MythologyMythologyDocumentariesFestivalspersonswarsBeutiful HellasArtFun

11.5.17

Μετέωρα

Από τα σπουδαιότερα μνημεία του κόσμου, προστατευόμενο από την UNESCO, το σημαντικότερο της Θεσσαλίας. Το πιο αξιόλογο, μετά το Αγιο Όρος, μοναστικό κέντρο στην Ελλάδα.

Στις απάτητες κορυφές των επιβλητικών βράχων ήρθαν τον 11ο αιώνα οι πρώτοι ερημίτες μοναχοί και λίγο αργότερα αποτέλεσαν τη Σκήτη της Δούπιανης. Το 14ο αιώνα ο Όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης συγκρότησε το πρώτο οργανωμένο μοναστικό κοινόβιο στο Μεγάλο Μετέωρο. Είκοσι τέσσερα μοναστήρια, πολλά κελιά, ερημητήρια και ασκηταριά άνθισαν διάσπαρτα σε όλους τους βράχους για 600 και πλέον χρόνια.
Τα Μετέωρα είναι ένα σύμπλεγμα από τεράστιους σκοτεινόχρωμους βράχους από ψαμμίτη οι οποίοι υψώνονται έξω από την Καλαμπάκα, κοντά στα πρώτα υψώματα της Πίνδου και των Χασίων.
Τα μοναστήρια των Μετεώρων, που είναι χτισμένα στις κορυφές κάποιων από τους βράχους, είναι σήμερα το δεύτερο πλέον σημαντικό μοναστικό συγκρότημα στην Ελλάδα, ύστερα από το Άγιο Όρος. 
Από τα τριάντα που υπήρξαν ιστορικά, σήμερα λειτουργούν μόνον επτά, τα οποία, από το 1988, περιλαμβάνονται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.

Ιστορία
Τα Μετέωρα αποτελούν, μετά το Άγιο ΄Ορος, το μεγαλύτερο και με συνεχή παρουσία από την εποχή της εγκατάστασης των πρώτων ασκητών μέχρι σήμερα μοναστικό σύνολο στον ελλαδικό χώρο. Από τις ιστορικές μαρτυρίες συμπεραίνουμε ότι οι μονές των Μετεώρων ήταν στο σύνολό τους τριάντα. Από τις τριάντα αυτές μονές οι έξι λειτουργούν έως σήμερα και δέχονται πλήθος προσκυνητών. Υπάρχουν όμως και πολλά μικρότερα μοναστήρια εγκαταλελειμμένα. Τα περισσότερα από αυτά είχαν ιδρυθεί στον 14ο αι.

Η ονομασία Μετέωρα είναι νεότερη και δεν αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς. Το όνομά τους το οφείλουν στον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, κτήτορα της μονής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Μεγάλο Μετέωρο), ο οποίος ονόμασε έτσι τον «πλατύ λίθο›, στον οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1344. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, οι πρώτοι αναχωρητές εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 12 αι. Στα μέσα του 14ου αι. ο μοναχός Νείλος συγκέντρωσε τους μοναχούς που ζούσαν απομονωμένοι σε σπηλιές των βράχων, γύρω από την σκήτη της Δούπιανης οργανώνοντας έτσι τον μοναχισμό στα Μετέωρα. 
Η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς Τούρκους (1393) και η βαθμιαία κατάρρευση και τελική πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας επέφεραν κατά το 15ο αι. μια κάμψη στη μοναστική ζωή των Μετεώρων.

Κατά το τελευταίο τέταρτο του 15ου αι. παρατηρείται μια ανάκαμψη, που σηματοδοτείται από τη ίδρυση της μονής της Αγίας Τριάδας (1475/76) και την τοιχογράφηση του παλαιού καθολικού του Μεγάλου Μετεώρου (1483). Η ακμή των Μετεώρων θα συντελεστεί τον επόμενο αιώνα, κατά τον οποίο ιδρύονται νέα μοναστήρια, ανεγείρονται νέα καθολικά και άλλα μοναστηριακά κτίσματα, τα περισσότερα από τα οποία κοσμούνται με εξαιρετικής τέχνης αγιογραφίες. 
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στη Θεσσαλία (1393-1881) τα μετεωρίτικα μοναστήρια λειτούργησαν ως τόποι ελπίδας. Στις αρχές του 19ου αι. τα στρατεύματα του Αλή-Πασά, επέφεραν καταστροφές και λεηλασίες σε πολλά από αυτά (Μονή Υπαπαντής, Μονή Αγίου Δημητρίου κ. ά.).

Τα έξι επισκέψιμα μοναστήρια των Μετεώρων, είναι σήμερα αναστηλωμένα και με συντηρημένο στο μεγαλύτερο μέρος τους τον τοιχογραφικό τους διάκοσμο. Το 1989 η Unesco ενέγραψε τα Μετέωρα στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ως ένα ιδιαίτερης σημασίας πολιτιστικό και φυσικό αγαθό.

Εγκατάσταση του μοναχισμού
Σύμφωνα με διάφορες γνώμες βυζαντινολόγων υποστηρίζεται ότι ξεκίνησε πριν από το 11ο αιώνα. Άλλες ιστορικές όμως πληροφορίες αναφέρουν ως πρώτο ασκητή οικιστή κάποιον Βαρνάβα που το 950-970 ίδρυσε την πολύ παλιά Σκήτη του Αγίου Πνεύματος. Ακολούθησαν η ίδρυση της Μεταμόρφωσης (1020) από κάποιον Κρητικό μοναχό Ανδρόνικο και το 1160 ιδρύεται η Σκήτη Σταγών ή Δούπιανη.

Μετά από 200 χρόνια ο ασκητής Βαρλαάμ ιδρύει το Μοναστήρι των Τριών Ιεραρχών και των Αγίων Πάντων και αργότερα άγνωστοι ιερωμένοι δημιούργησαν τα Μοναστήρια Αγίας Τριάδος, του Αγίου Στεφάνου, της Υπαπαντής, του Ρουσάνου ή Αρσάνου, του Αγίου Γεωργίου του Μανδηλά, του Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, της Παναγίας της Μήκανης, των Αγίων Θεοδώρων, του Αγίου Νικολάου του Μπάντοβα, των Αγίων Αποστόλων, του Αγίου Γρηγορίου, του Αγίου Αντωνίου, του Παντοκράτορα, της Αγίας Μονής, του Προδρόμου, της Μονής Υψηλωτέρας, ή Καλλιγράφων, του Μοδέστου, της Αλύσεως, του Αποστόλου Πέτρου, του Αγίου Δημητρίου, του Καλλιστράτου, του Ταξιαρχών και του Ιωάννου του Μπουνήλα.
Το όνομα Μετέωρα αποδίδεται στον κτήτορα της μονής Μεγάλου Μετεώρου, τον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, ο οποίος ονόμασε «Μετέωρο» τον Πλατύ Λίθο στον οποίο ανέβηκε πρώτη φορά το 1344. Γενικά η μοναστική ζωή στα Μετέωρα σημείωσε ύφεση στα χρόνια της παρακμής και της πτώσης της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της συνακόλουθης οθωμανικής κατάκτησης της Θεσσαλίας το 1393. Ωστόσο, από τα τέλη του 15ου αιώνα και κυρίως το 16ο αιώνα τα Μετέωρα γνωρίζουν τη μεγαλύτερή τους ακμή, καθώς ιδρύονται νέες μονές, καθολικά και μοναστηριακά κτίσματα, τα οποία κοσμούνται με απαράμιλλης τέχνης αγιογραφίες.

Με την πάροδο του χρόνου η μοναστηριακή αυτή πολιτεία άρχισε να ενισχύεται με μοναχούς για να φθάσει στο απόγειο της ακμής της γύρω στο 17ο αιώνα. Όμως, από την εποχή αυτή αρχίζει και η παρακμή με αποτέλεσμα σήμερα να λειτουργούν μόνο τα μοναστήρια της Μεταμόρφωσης, του Βαρλαάμ, του Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, του Ρουσάνου, της Αγίας Τριάδος και του Αγίου Στεφάνου, καθώς και κάποια τμήματα ορισμένων άλλων, ενώ τα υπόλοιπα έχουν εξαφανισθεί.

Τα Μετέωρα, λόγω και της μορφολογίας τους, πρόσφεραν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ιδανικό καταφύγιο για το μοναχισμό και διέσωσαν μνημεία του πολιτισμού και έργα της μεταβυζαντινής τέχνης. Στις αρχές του 19ου αιώνα πολλά μοναστήρια λεηλατήθηκαν από το στρατό του Αλή Πασά.
Στη δεκαετία του 1920 λαξεύτηκαν κλίμακες και σήραγγες στους βράχους καθιστώντας τις μονές προσβάσιμες από το γειτονικό οροπέδιο κι έτσι η παραδοσιακή μέθοδος επικοινωνίας και ανεφοδιασμού τον μονών με ανεμόσκαλες, σκοινιά, τροχαλίες και καλάθια, σταδιακά εγκαταλείφθηκε.

Περιγραφή
Το φαινόμενο των βράχων δεν αναφέρεται ούτε στη μυθολογία ούτε από κάποιον Έλληνα ή ξένο ιστορικό. Εδώ και χίλια περίπου χρόνια άρχισαν να ασχολούνται οι ιστορικοί και οι γεωλόγοι με τη δημιουργία αυτών των βράχων, διατυπώνοντας διάφορες θεωρίες.

Η επικρατέστερη θεωρία είναι του Γερμανού γεωλόγου Φίλιπσον ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με την θεωρία του ένας μεγάλος ποταμός είχε τις εκβολές του στην περιοχή αυτή, που για εκατομμύρια χρόνια καλυπτόταν από ένα στενό και βαθύ θαλάσσιο τμήμα. Τα νερά του ποταμού εναποθέτουν στις εκβολές φερτές ύλες και πέτρες και γενικότερα διάφορα υλικά που μεταφέρονταν με τα νερά του από βορειότερα τμήματα της αρχέγονης κεντρικής Ευρώπης. Από τη συσσώρευση των υλικών αυτών σχηματίστηκαν δελτογεννείς κώνοι.

Πριν από 25-30 εκατομμύρια χρόνια μετά από γεωλογικές μεταβολές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των αιώνων, ανυψώθηκε το κεντρικό τμήμα της σημερινής Ελλάδος και βυθίστηκε η περιοχή της Θεσσαλίας, η οποία αποτέλεσε μία λίμνη. Αργότερα δημιουργήθηκε το άνοιγμα των Τεμπών, με αποτέλεσμα τα νερά να χυθούν στο σημερινό Αιγαίο και να αποκαλυφθεί η θεσσαλική πεδιάδα.

Κατά την τριτογενή περίοδο στη διάρκεια των αλπικών πτυχώσεων, αποκόπηκαν οι συμπαγείς όγκοι των «βράχων» από την οροσειρά της Πίνδου που δημιουργήθηκε και με την πάροδο των αιώνων σχηματίσθηκε ανάμεσά τους η κοιλάδα του Πηνειού ποταμού.

Με τη συνεχή διάβρωση από τους ανέμους και τις βροχές, καθώς και από άλλες γεωλογικές μεταβολές, οι βράχοι αυτοί στο πέρασμα εκατομμυρίων ετών πήραν την σημερινή τους μορφή.

Στις κοιλότητες των βράχων, στις σχισμές τους και στις κορυφές τους βρήκαν προστασία οι άνθρωποι της περιοχής από τις επιδρομές διαφόρων κατακτητών και αυτών που πέρασαν από την περιοχή.

Στους βράχους αυτούς βρήκαν καταφύγιο και αρκετοί τολμηροί ερημίτες και αναχωρητές οι οποίοι αναζητούσαν ψυχική ηρεμία, γαλήνη και με την προσευχή επιδίωκαν την χριστιανική τελειότητα.

Στην αρχή οι ασκητές ήταν απομονωμένοι και προσεύχονταν σε μικρά παρεκκλήσια, τα λεγόμενα «προσευχάδια», όχι μόνον για τη δική τους σωτηρία αλλά και για την σωτηρία όλων των ανθρώπων. Η ζωή τους ήταν λιτή και η εργασία επίπονη.

Το πότε κατοικήθηκαν οι βράχοι δεν είναι γνωστό, σύμφωνα όμως με τις γραφές που υπάρχουν, παρουσιάζεται ο μοναχισμός όταν πλέον είχε οργανωθεί. Σύμφωνα με τους βυζαντινολόγους, οι πρώτοι ασκητές πρέπει να είχαν καταφύγει στους βράχους προς το τέλος τις πρώτης χιλιετίας. Ως πρώτος ασκητής αναφέρεται ο Βαρνάβας περί τα 950-970 μ.Χ., ο οποίος ίδρυσε τη Σκήτη του Αγίου Πνεύματος και ακολούθησε η ίδρυση της Σκήτης της Μεταμορφώσεως από τον Κρητικό μοναχό Ανδρόνικο στις αρχές του 1000 μ.Χ. Κατόπιν ιδρύεται η Σκήτη των Σταγών ή Δούπιανη περί τα 1150-1160 μ.Χ.

Εκτός από τις προαναφερθείσες σκήτες υπήρχαν και άλλες σε διάφορες κοιλότητες γύρω από τον βράχο της Δούπιανης, του Αγίου Πνεύματος και του βράχου της «Σουρλωτής». Στις αρχές του 12ου αιώνα είχε πια συγκροτηθεί στον χώρο των Μετεώρων μικρή ασκητική πολιτεία με κέντρο λατρείας τον ναό της Θεοτόκου που αποτελούσε το «Κυριακό» ή «Πρωτάτο» και ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα και βρίσκεται νότια του βράχου της Δούπιανης.

Στον μικρό αυτό ναΐσκο συνέρεαν από τα ασκητήριά τους για να τελέσουν την κοινή λατρεία προς τον Θεό, να συζητήσουν για τα διάφορα προβλήματα που τους απασχολούσαν και να ζητήσουν την βοήθεια των άλλων ασκητών, για να φέρουν σε πέρας δύσκολες εργασίες. Ο επικεφαλής της Σκήτης της Δούπιανης ή Σκήτης των Σταγών έφερε τον τίτλο του «Πρώτου» και «καθηγουμένου» της Μονής της Θεοτόκου της Δούπιανης.

Μετά από διακόσια περίπου χρόνια, στα μέσα περίπου του 14ου αιώνα (1340-1350 μ.Χ.), ιδρύεται η Ι. Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος από τον όσιο Αθανάσιο, ο οποίος έδωσε στον μεγάλο βράχο «Πλατύ Λίθο» το όνομα Μετέωρο και από τότε όλοι οι βράχοι φέρουν αυτό το όνομα.

Στην συνέχεια έχουμε την δημιουργία πολλών ιερών μονών σε διάστημα 2 αιώνων (14ο – 15ο), περίοδο μεγάλης ακμής του μοναχισμού στα Μετέωρα. Ο αριθμός τους τότε φτάνει τα 24.
Στα μέσα του 14ου αιώνα αναπτύσσει μεγάλη δράση ο καθηγούμενος της Σκήτης των Σταγών (Δούπιανης) ιερομόναχος Νείλος, ο οποίος είναι ιδρυτής και κτίτορας της Ι. Μονής Αναλήψεως (σήμερα Ι. Μ. Υπαπαντής) με πολύ σημαντικές τοιχογραφίες. Οι πρώτοι ασκητές αναρριχήθηκαν στους βράχους χρησιμοποιώντας σκαλωσιές που τις στήριζαν σε δοκάρια σφηνωμένα σε τρύπες μέσα στον βράχο. Αργότερα χρησιμοποίησαν τις ανεμόσκαλες και το δίχτυ, μέχρι που στις αρχές του εικοστού αιώνα λαξεύτηκαν οι πρώτες σκάλες .

Με το πέρασμα των χρόνων και κάτω από διάφορες δυσκολίες των καιρών, όπως διάφοροι κατακτητές της περιοχής, επιδρομές ληστών και άλλοι παράγοντες, οδήγησαν πολλές από τις ακμάζουσες Ι. μονές στην εγκατάλειψη και καταστροφή (περίοδος παρακμής μετά τον 17ο αιώνα). Σήμερα συνεχίζουν χωρίς διακοπή την παράδοση της ορθοδοξίας για πάνω από 600 χρόνια οι Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου (ή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος), Ιερά Μονή Βαρλαάμ, Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος, Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, και η Ιερά Μονή Ρουσάνου.

Επίσης με τις φιλότιμες προσπάθειες των μοναχών, του μητροπολίτου Σταγών και Μετεώρων κ. Σεραφείμ και τη συνδρομή του Κράτους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διαφόρων πολιτών, έχουν συντηρηθεί και αναστηλωθεί οι ιερές μονές του Αγίου Νικολάου Μπάντοβα (Μετόχι της Ι. Μονής Αγίας Τριάδος) και της Υπαπαντής (Μετόχι της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως ή Μεγάλου Μετεώρου).



Η ανδρική μονή του Αγίου Νικολάου του Άσμενος ή Αναπαυσά είναι το πρώτο μοναστήρι που συναντά κανείς ακολουθώντας το δρόμο από το Καστράκι προς τα Μετέωρα. Επίσημοι κτήτορες της μονής θεωρούνται ο μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος (+1150) και ο Έξαρχος (Πρωτοσύγγελος) Σταγών Νικάνορας. Ο περιορισμένων διαστάσεων ναός, είναι ένας σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός του συνεπτυγμένου τύπου. Ο ζωγραφικός διάκοσμος του καθολικού εκτελέστηκε το 1527 από τον περίφημο κρητικό μοναχό και εκπρόσωπο της κρητικής Σχολής Θεοφάνη Στρελίτζα ή Μπαθά. Η αναστήλωση του μοναστηριού που λόγω της ερήμωσης είχε αρχίσει να καταρρέει άρχισε το 1960 ενώ η συντήρηση των τοιχογραφιών του το 1961. 

Η μονή του Ρουσάνου ή Αρσάνη βρίσκεται πάνω στο δρόμο που οδηγεί από το Καστράκι στα Μετέωρα. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες η μονή ιδρύθηκε το 1288 από τους μοναχούς Νικόδημο και Βενέδικτο, ωστόσο επικρατέστερη είναι η άποψη πως ιδρυτές της ήταν πρίν από το 1545 οι ηπειρώτες μοναχοί Μάξιμος και Ιωάσαφ. Το καθολικό, αφιερωμένο στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος είναι ένας αγιορείτικου τύπου ναός, της παραλλαγής του δικιόνιου. Η αγιογράφηση του ναού έγινε το 1560/61. Στο μοναστηριακό συγκρότημα υπάρχει ένας ακόμη ναΐσκος, αφιερωμένος στην Αγία Βαρβάρα. Η μονή υπέστη αρκετές λεηλασίες και αρπαγές κειμηλίων και χειρογράφων κατά την περίοδο 1941-1944. Το 1986 εγκαταστάθηκε στη μονή γυναικεία αδελφότητα. Παλιότερα η ανάβαση στη μονή γινόταν με ανεμόσκαλες ή με κάποιες ξύλινες γέφυρες, αλλά το 1936 κατασκευάστηκαν οι δύο σταθερές γέφυρες που συνέδεσαν το μοναστήρι με τους άλλους μικρότερους βράχους. 

Η ανδρική μονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, που πιο συχνά αποκαλείται «Μεγάλο Μετέωρο?, είναι κτισμένη στο δυτικό τμήμα των Μετεώρων, πάνω στο ψηλότερο και μεγαλύτερο βράχο, τον «Πλατύ Λίθο?. Στα αριστερά της εισόδου στο Μεγάλο Μετέωρο βρίσκεται το ασκηταριό του Αγίου Αθανασίου του Μετεωρίτου. Τον 14ο αι. κτίστηκε από τον Αθανάσιο και συμπληρώθηκε από το μοναχό Ιωάσαφ, πρώην πρίγκηπα και γιό του Σέρβου βασιλιά Συμεών Ούρεση, το ιερό του σημερινού καθολικού που αποτελούσε και το παλαιό καθολικό της μονής. Το παλιό αυτό καθολικό αγιογραφήθηκε το 1483. Στα 1544/45 κτίστηκε το σημερινό καθολικό, που ακολουθεί το γνωστο αρχιτεκτονικό αθωνίτικο τύπο, και το οποίο συμπεριέλαβε το παλαιό καθολικό. Το νέο καθολικό τοιχογραφήθηκε στα 1552, πιθανότατα από το ζωγράφο Ζώρζη. Στο μοναστήρι υπάρχει επίσης τράπεζα, μαγειρείο και νοσοκομείο το οποίο αναστηλώθηκε τα τελευταία χρόνια. Η ανάβαση γινόταν με ανεμόσκαλα ή με δίχτυ. Το 1923 κατασκευάστηκαν στον βράχο μια σήραγγα και λαξευτά σκαλοπάτια που οδηγούν στη μονή. 

Η μονή των Αγίων Πάντων ή Βαρλαάμ είναι το δεύτερο μεγάλο μοναστήρι των Μετεώρων. Μετά την είσοδο ένας καμαροσκέπαστος διάδρομος οδηγεί τον επισκέπτη στη μικρή κλιμακωτή αυλή με τη θαυμάσια θέα. Στα ανατολικά βρίσκεται το νοσοκομείο με τον μικρό ναό των Αγίων Αναργύρων, στα βόρεια το καθολικό των Αγίων Πάντων, ο ξενώνας, κελλιά, βοηθητικοί χώροι και ο πύργος για το βριζόνι και προς τα δυτικά το παλιό μαγειρείο, η τράπεζα, ο ναός των Τριών Ιεραρχών και κελλιά. Το όνομα της μονής οφείλεται στον μοναχό Βαρλαάμ, ο οποίος ήταν ο πρώτος, το 1350, που ανέβηκε στο βράχο και έκτισε εκεί ένα μικρό ναό των Τριών Ιεραρχών και μερικά κελλιά. Το 1518 εγκαταστάθηκαν στο βράχο, που στο μεταξύ είχε ερημωθεί, οι γιαννιώτες αδελφοί Νεκτάριος και Θεοφάνης που έκτισαν εκ νέου το ναό των Τριών Ιεραρχών και αργότερα τους ναούς των Αγίων Πάντων και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Το καθολικό που τιμάται στη μνήμη των Αγίων Πάντων είναι αγιορείτικου τύπου, κτίστηκε το 1541/42 και τοιχογραφήθηκε πιθανότατα από το Φράγκο Κατελάνο, το 1548. Ο νάρθηκας του καθολικού ιστορήθηκε στα 1566 από τους Θηβαίους αγιογράφους Γεώργιο ιερέα και σακελλάριο Θηβών και τον αδελφό του Φράγκο Κονταρή. Η ανάβαση στην ανδρική μονή των Αγίων Πάντων ή Βαρλαάμ γινόταν παλιότερα με τη βοήθεια τεσσάρων διαδοχικών ανεμόσκαλων, αργότερα με δίχτυ και σήμερα με τη λαξευμένη στο βράχο σκάλα που κατασκευάστηκε το 1923. 


Η μονή της Αγίας Τριάδος ιδρύθηκε από το μοναχό Δομέτιο το 1438 ή σύμφωνα με μια δεύτερη άποψη το 1476. Το καθολικό της μονής είναι ένας δικιόνιος σταυροειδής ναός με χαμηλό τρούλο με μεταγενέστερο νάρθηκα (1689). Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα εκτελέστηκαν το 1692, ενώ του καθολικού στα 1741, καλύπτοντας όμως ένα παλαιότερο στρώμα τοιχογραφιών. Το λαξευτό στο βράχο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου είναι ένα κυκλικό ναΰδριο που βρίσκεται αριστερά, αμέσως μετά την είσοδο στη μονή. Χτίστηκε και αγιογραφήθηκε το 1682. Στη διάρκεια της κατοχής (1941-44) οι μοναχοί εκδιώχθηκαν και η μονή της Αγίας Τριάδος παρέμεινε έρημη έως το 1961. Το μοναστήρι ανακαινίστηκε το 1972. Παλιότερα η ανάβαση γινόταν με δίχτυ ή ανεμόσκαλα. Σήμερα στη μονή ανεβαίνει κανείς από μια λαξευμένη στο βράχο σκάλα που κατασκευάστηκε το 1925 ή με τον εναέριο μεταφορέα (τελεφερίκ) που κατασκευάστηκε το 1970. 

Η γυναικεία μονή του Αγίου Στεφάνου είναι χτισμένη στο νοτιότερο βράχο των Μετεώρων, πάνω ακριβώς από την πόλη της Καλαμπάκας. Σύμφωνα με την παράδοση ο βράχος κατοικήθηκε από το 1192, ενώ η μονή αναπτύχθηκε πλήρως το 14ο αι. Κτήτορας της μονής θεωρείται ένας γόνος της οικογένειας των Καντακουζηνών, ο Αντώνιος. Δεύτερος κτήτορας και ανακαινιστής του αρχικού καθολικού της μονής, γύρω στα μέσα του 16ου αι. ήταν ο μοναχός Φιλόθεος. Το 1545 η μονή έγινε σταυροπηγιακή, προνόμιο που διατηρήθηκε για 200 χρόνια περίπου. Το σημερινό καθολικό της μονής που χρονολογείται, βάσει επιγραφής στα 1798, είναι αγιορείτικου τύπου και τιμάται στην μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους. Το παλιό καθολικό, ένας μονόχωρος ναός, που είναι αφιερωμένος στον Άγιο Στέφανο χτίστηκε το 1350 και τοιχογραφήθηκε στα μέσα του 16ου αι. 

Διατηρούνται επίσης σε κατάσταση τέτοια που μπορεί κανείς να τα επισκεφθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις τα εξής μοναστήρια: 

Μονή της Υπαπαντής: Βασιλική μονόκλιτη σταυρεπίστεγη με τοιχογραφίες του 1367 στον κυρίως ναό και του 1784 στο νάρθηκα. Εγκαταλείφθηκε το 1809 όταν τα στρατεύματα του Αλή Πασά συνέλαβαν τον τοπικό ήρωα Παπαθύμιο Βλαχάβα, κατέστρεψαν την μονή του Αγίου Δημητρίου που ήταν το καταφύγιο και στρατηγείο του και λίγο μετά συνέλαβαν τους ηγουμένους όλων των μονών των Μετεώρων και «βούλωσε τα μοναστήρια?. 

Μονή Αγίου Νικολάου Μπάντοβα: Βρίσκεται στη θέση «Κοφίνια?, σε μια κάπως ευρύχωρη σπηλιά πάνω στον βράχο Μπάντοβα, νοτιανατολικά από το Καστρακί και βορειοδυτικά της Καλαμπάκας. Το μοναστήρι που ιδρύθηκε το 14ο αι. ήταν ήδη μισοκατεστραμμένο όταν βομβαρδίστηκε το 1943 από τους Γερμανούς. Σωζόταν μέχρι τις μέρες μας ο ναΐσκος της μονής, ενώ τα τελευταία χρόνια αναστηλώθηκαν τα κελλιά με έξοδα της μονής Αγίας Τριάδος. 

Η Δούπιανη, σήμερα ναός της Ζωοδόχου Πηγής: Βρίσκεται βορειοδυτικά του Καστρακίου. Μικρή μονόχωρη βασιλική, στην οποία διακρίνονται δύο οικοδομικές φάσεις, η πρώτη του 12ου αι. και η δεύτερη του 1861. Πρόκειται για τη σκήτη των Σταγών-Δούπιανης, που ίδρυσε ο μοναχός Νείλος. 

Μονή Αγίου Γεωργίου του Μανδηλά: Στα δυτικά του Βράχου του Αγίου Πνεύματος. Πιθανότατα κτίστηκε το 1367 από τον μοναχό Νείλο. Σώζεται μόνο ένας μικρός ναός λαξευμένος στο βράχο, που πρωτοκατοικήσε ο Αθανάσιος ο Μετεωρίτης. Από το ζωγραφικό διάκοσμο του ναού σώζονται οι παραστάσεις του Χριστού και του Αγίου Γεωργίου. Το 1966 η μονή καταστράφηκε από πυρκαγιά. 

Μονή του Αγίου Πνεύματος ή μονή των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ: Θεωρείται η αρχαιότερη μονή των Μετεώρων. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της μονής Αγίου Γεωργίου του Μανδηλά. Ο Ν. Βέης ταυτίζει τη μονή με το «Στύλο Σταγών? στον οποίο έμεινε για λίγο ο Αθανάσιος ο Μετεωρίτης με το Γέροντά του Γρηγόριο, όταν ήρθαν από το Άγιον Όρος. Σώζεται μόνο ο ναΐσκος που είναι λαξευτός στο βράχο και στον οποίο σώζεται η λάρνακα-τάφος του κτήτορα. Απέναντι από το ναΐσκο σώζονται ερειπωμένα κελλιά.

Μνημεία
Καθημερινά συρρέουν αμέτρητοι επισκέπτες από κάθε γωνιά της γης για περισυλλογή και προσευχή. Γνωρίζουν τη ζωή των μοναχών, θαυμάζουν το απερίγραπτο φυσικό τοπίο, την καλλιτεχνική αρχιτεκτονική και αγιογραφία, μελετούν τα ανεκτίμητα κειμήλια.

Μπροστά τους απλώνεται η Καλαμπάκα με τον ιστορικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (11ος αιώνας), το Καστράκι. Τόποι γραφικοί, με φιλόξενους κατοίκους, πλούσια πολιτιστική ζωή και σύγχρονη τουριστική υποδομή.

Μονές:

Μονή Μεγάλου Μετεώρου
Η Μονή του Μεγάλου Μετεώρου είναι μία από τις παλαιότερες και η μεγαλύτερη από τις υπάρχουσες σήμερα μετεωρίτικες μονές. Η μονή ιδρύθηκε λίγο πριν από τα μέσα του 14ου αι., από τον Όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, πάνω στο βράχο που ονομαζόταν "Πλατύς Λίθος" και που ο ίδιος ονόμασε "Μετέωρο". Εκεί έκτισε το ασκητικό του καταφύγιο, οργάνωσε την πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα με αυστηρή τυπική μορφή κοινοβίου και οικοδόμησε ναό αφιερωμένο, όπως και η μονή στην Παναγία (Παναγία της Μετεωρίτισσας Πέτρας). Αργότερα όταν η μοναχική κοινότητα αυξήθηκε ο Αθανάσιος έκτισε νέο καθολικό.

Δεύτερος κτήτορας της μονής και συνεχιστής του έργου του Αθανασίου υπήρξε ο μαθητής του και πρώην Σέρβος ηγεμόνας Ιωάννης Ούρεσης Άγγελος Κομνηνός Δούκας ο Παλαιολόγος, ο μετέπειτα μοναχός Όσιος Ιωάσαφ, που το 1387/88 οικοδόμησε, στη θέση του ναού που έχτισε ο Αθανάσιος, νέο ναό που αποτέλεσε το καθολικό της μονής. Στα μέσα του 16ου αι. η μονή γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση. Ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Α΄ (1522-1546) κατοχύρωσε με σιγίλλιο τα προνόμια και την πλήρη ανεξαρτησία της μονής κατά το πρότυπο των μονών του Αγίου Όρους.

Στα 1544/5 ανεγέρθηκε νέος ναός με λιτή, αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Στο νέο ναό ενσωματώθηκε ως Ιερό Βήμα το παλαιό καθολικό. Η τοιχογράφηση του κυρίως ναού έγινε στα 1552 με πρωτοβουλία του ηγουμένου Συμεών, ο οποίος στα 1557 έκτισε και την τράπεζα της μονής. Για τις δραστηριότητές του αυτές ο ηγούμενος Συμεών θεωρείται ως ο τρίτος κτήτορας. Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 16ου αι. κατασκευάστηκε ο πύργος και η αρχική κλίμακα ανόδου, μια ξύλινη ανεμόσκαλα προσαρμοσμένη στο βράχο. Το 1572 ανεγέρθηκε το γηροκομείο, το 1789 το παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και το 1791 κατασκευάστηκε το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού. Στα 1806 κατασκευάστηκε νέα σειρά κελλιών, τα οποία σήμερα έχουν ανακατασκευαστεί.

Στα 1809 ο ηγούμενος της μονής Παρθένιος Ορφίδης φυλακίζεται στα Ιωάννινα από τον Αλή Πασά, προφανώς γιατί η μονή του Μεγάλου Μετεώρου, όπως και οι υπόλοιπες των Μετεώρων είχε υποθάλψει το κίνημα του ιερέα Θύμιου Βλαχάβα. Έκτοτε οι μονές των Μετεώρων γνώρισαν την εκδικητική μανία του Πασά των Ιωαννίνων και των τηλεβόλων των Τουρκαλβανών. Η μονή κατάφερε να επιβιώσει μέσα από περιπέτειες, επιδρομές, λεηλασίες, πυρκαγιές και φυσικές καταστροφές μέχρι τις μέρες μας.

Ο επισκέπτης προσεγγίζει σήμερα τη μονή από μια κατηφορική και στη συνέχεια από μια κλίμακα ανόδου. Εισερχόμενος κανείς στο εσωτερικό συναντά δεξιά τον πύργο του βριζονίου, που στέγαζε το μηχανισμό για το δίχτυ, το οποίο παλαιότερα χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί για την πρόσβασή τους στη μονή, καθώς και το βαγεναρείο, δηλαδή το κελάρι της μονής, που σήμερα έχει διαμορφωθεί σε μουσείο αντικειμένων καθημερινής ζωής. Προχωρώντας ψηλότερα, αριστερά συναντάμε την εστία, την τράπεζα και ανατολικά της το νοσοκομείο και γηροκομείο το οποίο κτίστηκε το 1572. Δεξιά βρίσκονται το καθολικό και τα παρεκκλήσια. Το καθολικό απαρτίζεται από τρία μέρη. Το αρχαιότερο καθολικό που ιδρύθηκε από τον Όσιο Αθανάσιο, επανακτίστηκε στα 1387/8 από τον Όσιο Ιωάσαφ και ενσωματώθηκε ως Ιερό Βήμα στον μεταγενέστερο καθολικό, που ανεγέρθηκε στα 1544/5 ακολουθώντας τον αθωνίτικο τύπο (τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με κόγχες, τους λεγόμενους χορούς, και λιτή στη δυτική του πλευρά). Ο ζωγραφικός διάκοσμος της μονής έγινε σε τρείς φάσεις. Από την πρώτη φάση, του 14ου αι., διατηρείται μόνο η σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας στην εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου του παλαιού καθολικού. Στη δεύτερη φάση, το 1483, αγιογραφήθηκε το παλαιό καθολικό, δηλαδή το σημερινό ιερό βήμα με εξαίρεση ορισμένες παραστάσεις, οι οποίες ανάγονται στην τρίτη ζωγραφική φάση, αυτής του 1552 που έγιναν και οι τοιχογραφίες του νέου καθολικού και της λιτής. Οι καλλιτέχνες του ζωγραφικού διακόσμου είναι ανώνυμοι, ωστόσο το τεχνοτροπικό ιδίωμα των καλλιτεχνών του νέου καθολικού και της λιτής προδίδει τη στενή σχέση τους με την "Κρητική Σχολή" και δή τον Θεοφάνη, μαθητής του οποίου υπήρξε πιθανότατα, ο επίσης κρητικός ζωγράφος Τζώρτζης που κατά την επικρατέστερη άποψη είναι ο δημιουργός τους.

Στην νότια πλευρά του ιερού βήματος είναι προσκολλημένο το παρεκκλήσσιο του Τιμίου Προδρόμου, ένας μικρός θολωτός χώρος, ο οποίος κατά καιρούς δέχτηκε διάφορες δομικές επεμβάσεις. Οι αγιογραφίες του χρονολογούνται στα 1682.

Σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά του καθολικού είναι κτισμένο το παρεκκλήσιο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ένας μονόχωρος, τρουλαίος, ναός που χτίστηκε το 1789.

Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων
Η μονή Βαρλαάμ οφείλει το όνομά της στον ασκητή-αναχωρητή Βαρλαάμ, ο οποίος πρώτος κατοίκησε τον βράχο το 14ο αι. Η ιστορία της μονής αρχίζει ουσιαστικά από τις αρχές του 16ου αι., όταν στο βράχο εγκαταστάθηκαν και οργάνωσαν το κοινόβιό τους οι Γιαννιώτες αδελφοί Νεκτάριος και Θεοφάνης οι Αψαράδες, γόνοι παλιάς βυζαντινής οικογένειας της Ηπείρου. Οι Αψαράδες το 1518 ανακαίνισαν εκ βάθρων το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, το οποίο ήταν κτισμένο στη θέση του αρχικού καθολικού της μονής που είχε κτίσει ο Βαρλαάμ, το 1536 κατασκεύασαν τον πύργο βριζονίου και το 1541 έκτισαν το σημερινό καθολικό που είναι αφιερωμένο στους Αγίους Πάντες. Το 1627 το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών ξαναχτίστηκε στη θέση του παλαιού καθολικού που είχαν κτίσει οι Αψαράδες και το 1637 αγιογραφήθηκε από το καλλιτεχνικό συνεργείο του ιερέα Ιωάννη και των παιδιών του, οι οποίοι κατάγονταν από την Καλαμπάκα.

Η αγιογράφηση του καθολικού της μονής έγινε σε τρείς φάσεις. Στην πρώτη φάση φιλοτεχνήθηκαν, τo 1548, από τον περίφημο αγιογράφο Φράγγο Κατελάνο οι τοιχογραφίες του ιερού βήματος και του κυρίως ναού. Στη δεύτερη φάση, το 1566, αγιογραφήθηκε η λιτή από τους Θηβαίους αγιογράφους Γεώργιο Κονταρή και τον αδελφό του Φράγγο με χορηγία του Αντωνίου Αψαρά, επισκόπου Βελλάς Ιωαννίνων. Η τελευταία φάση του διακόσμου (1780 και 1782) που μαρτυρείται από την κτητορική επιγραφή στο βορειοδυτικό πεσσό, πάνω από την παράσταση της Παναγίας, αναφέρεται πιθανότατα σε μικρής έκτασης επέμβαση της οποίας εμφανή στοιχεία δεν διακρίνονται. Η τελευταία αυτή φάση εντάσσεται στην περίοδο κατά την οποία το μοναστήρι εξακολούθησε να ακμάζει, οργανώθηκε βιβλιογραφικό εργαστήριο και δέχτηκε πλούσιες δωρεές από ηγεμόνες της Βλαχίας.

Σημαντική για την ιστορική διαδρομή της μονής υπήρξε η συμβολή του μοναχού Χριστοφόρου, ο οποίος κατά τη διάρκεια του 18ου αι. ταξινόμησε το πολύτιμο αρχείο της και αντέγραψε πλήθος ιστορικών κειμένων. Το μοναστήρι χάρη στην οικονομική ευρωστία του διακρίθηκε τόσο στην πνευματική προκοπή, όσο και στη συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες ως τα τελευταία χρόνια. 
O επισκέπτης της μονής μετά την άνοδο της κλίμακας, συναντά αριστερά το νοσοκομείο, το οποίο αναστηλώνεται τα τελευταία χρόνια και προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά του το παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων. Ακολουθεί, δεξιά, το καθολικό, και ο πύργος βριζονίου. Το καθολικό της μονής είναι ένας δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, αθωνίτικου τύπου, ναός. Του κυρίως ναού προηγείται ευρύχωρη λιτή, ένας τετράστυλος χώρος με τρούλο. Βορειοδυτικά του καθολικού βρίσκεται η τράπεζα, η οποία έχει διαμορφωθεί σε μουσείο κειμηλίων της μονής, ο ναΐσκος των Τριών Ιεραρχών, η εστία, τα κελλιά και ο ξενώνας. Το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, το οποίο μπορεί να επισκεφθεί κανείς μόνο με την άδεια των μοναχών, είναι ένας μονόχωρος δρομικός ξυλόστεγος ναός. 

Μονή Ρουσάνου Μετεώρων
Η επωνυμία της μονής Ρουσάνου είναι ανεξακρίβωτη, με πιθανότερη την εκδοχή να οφείλεται στον πρώτο οικιστή του βράχου ή στον κτήτορα του αρχικού ναού. Ο βράχος που αναφέρεται με το όνομα Ρουσάνου κατοικήθηκε από τις αρχές του 16ου αι. και σ΄αυτόν ιδρύθηκε μονή κατά τον 14ο αι. Το μοναστήρι όμως πήρε τη σημερινή του μορφή στα μέσα του 16ου αι, όταν οι αδελφοί Ιωάσαφ και Μάξιμος από την Ήπειρο στα πλαίσια της γενικής ανακαίνισης της μονής ξαναέκτισαν, με τη συγκατάθεση του μητροπολίτη Λαρίσης Βησσαρίωνα και του ηγουμένου της μονής Μεγάλου Μετεώρου, το ερειπωμένο τότε καθολικό που ήταν αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Το καθολικό που κτίστηκε, από τους Γιαννιώτες αδελφούς το 1545, και αγιογραφήθηκε, επί ηγουμένου Αρσενίου το 1560, είναι αφιερωμένο μέχρι και σήμερα στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, αλλά τιμάται και στη μνήμη της Αγίας Βαρβάρας. Η μονή αποτέλεσε καταφύγιο κατατρεγμένων ατόμων και οικογενειών κατά τις διάφορες ιστορικές περιπέτειες του έθνους. Κατά το 19ο αι. το μοναστήρι παρήκμασε και περιέπεσε σε ερημητήριο για τους μοναχούς της μονής Βαρλαάμ. Σήμερα μετά την αναστήλωσή της, κατά την δεκαετία του 1980, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι.

Η μονή βρίσκεται στο δρόμο από το Καστράκι προς τα Μετέωρα ανάμεσα στις μονές Αγίου Νικολάου Αναπαυσά και Βαρλαάμ. Η ανάβαση στη μονή αρχικά γινόταν με ανεμόσκαλα ενώ σήμερα γίνεται με τη βοήθεια κλίμακας και δύο στερεών γεφυρών, οι οποίες κατασκευάστηκαν το 1930 και αντικατέστησαν την παλιότερη ξύλινη γέφυρα που είχε κατασκευαστεί το 1868. Το κτηριακό συγκρότημα καλύπτει ολόκληρο το πλάτωμα της κορυφής του απότομου βράχου. Η μονή αποτελείται από ένα τριώροφο συγκρότημα, με το καθολικό και κελλιά στο ισόγειο και με χώρους υποδοχής (αρχονταρίκι), άλλα κελλιά και βοηθητικούς χώρους στους άλλους δύο ορόφους. Το καθολικό της μονής που κτίστηκε το 1545 είναι ένας σταυροειδής, δικιόνιος, αγιορείτικου τύπου ναός με λιτή, ένα σχεδόν τετράγωνο χώρο που καλύπτεται με ελαφρά ελλειψοειδή θόλο. Ο ζωγραφικός διάκοσμος του καθολικού έγινε το 1560 και αποτελεί χρονικά αλλά και από άποψη ποιότητας ένα από ωριμότερα ζωγραφικά σύνολα της ακμής της "Κρητικής Σχολής".

Μονή Αγ. Νικολάου Αναπαυσά Μετεώρων
Οι απαρχές της μοναστικής ζωής στο βράχο του Αναπαυσά τοποθετούνται στο 14ο αι. και η επωνυμία της μονής οφείλεται πιθανότατα σε κάποιον παλαιό κτήτορά της. Στη φάση αυτή ανήκει το μικρό παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου, στους τοίχους του οποίου διατηρούνται λείψανα τοιχογραφιών. Το μοναστήρι ανακαινίστηκε ριζικά κατά την πρώτη δεκαετία του 16ου αι., όταν ο μητροπολίτης Λαρίσης άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων και ο έξαρχος Σταγών ιερομόναχος Νικάνωρ, που είναι οι κτήτορες της μονής, ανήγειραν το σημερινό καθολικό, το οποίο αγιογραφήθηκε από τον περίφημο Κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη Στρελίτζα, το 1527. Από την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. η μονή εγκαταλείφθηκε και άρχισε να ερειπώνεται. Στη δεκαετία του 1960 ανακαινίστηκε και αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Η κτηριακή διαμόρφωση και συγκρότηση της μονής- ορθογώνιο ψηλό οικοδόμημα με αλλεπάλληλα πατώματα- προσαρμόστηκε στις δυνατότητες που επέτρεπε η πολύ μικρή έκταση του πλατώματος του βράχου στον οποίο κτίστηκε. Ανεβαίνοντας την κτιστή σκάλα συντάει κανείς πρώτα το πολύ μικρό παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου και την κρύπτη, όπου παλαιότερα φυλάσσονταν οι κώδικες και τα κειμήλια της μονής. Στους τοίχους του παρεκκλησίου διατηρούνται λείψανα τοιχογραφιών του 14ου αι. Στον επόμενο όροφο είναι κτισμένο το καθολικό της μονής, ένας μικρός μονόχωρος, σχεδόν τετράγωνος χώρος του οποίου προηγείται ένας αρκετά ευρύχωρος σε σύγκριση με το ναό εσωνάρθηκας (λιτή). Στον τελευταίο όροφο βρίσκονται η παλαιά τράπεζα της μονής, η οποία ανακαινισμένη σήμερα χρησιμεύει ως επίσημος χώρος της μονής (αρχονταρίκι), το οστεοφυλάκιο και το αναικαινισμένο, από το 1971, παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.

Οι τοιχογραφίες που διακοσμούν το μικρό καθολικό της μονής θεωρούνται από τα πιο σημαντικά σύνολα της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, καθώς είναι το πιο παλιό γνωστό υπογεγραμμένο έργο του Θεοφάνη. Στην κτητορική επιγραφή πάνω από την είσοδο που οδηγεί από τον νάρθηκα στον κυρίως ναό διασώζεται η υπογραφή του ζωγράφου : «χειρ Θεοφάνη μοναχού του εν τη Κρήτη Στρελίτζας?. Στις κατακόρυφες επιφάνειες του νάρθηκα κυριαρχούν μεγάλες πολυπρόσωπες συνθέσεις. Στο βόρειο τοίχο του νάρθηκα τοποθετείται η επιβλητική παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, ενώ στο δυτικό τοίχο εικονογραφείται η Κοίμηση του Εφραίμ του Σύρου και η σπάνια παράσταση του Αδάμ που δίνει ονόματα στα ζώα. Στους δύο άλλους τοίχους στην κατώτερη ζώνη παριστάνονται ολόσωμοι όσιοι και άγιοι αναμεσά στους οποίους ξεχωρίζουν οι κτήτορες, ο μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος και ο έξαρχος Σταγών Νικάνορας δίπλα στην Παναγία και τον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη. Στην ανώτερη ζώνη απεικονίζονται η Κοίμηση του Αγίου Νικολάου και σκηνές από τα θαύματα του Χριστού. Στον κυρίως ναό στην κορυφή του τρούλου δεσπόζει ο Παντοκράτορας, χαμηλότερα απεικονίζεται η Θεία Λειτουργία και οι Προφήτες και στα σφαιρικά τρίγωνα εικονίζονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές. Στους τοίχους του κυρίως ναού απεικονίζονται στην κατώτερη ζώνη ολόσωμοι άγιοι, λίγο ψηλότερα άγιοι σε στηθάρια και στην ανώτερη ζώνη σκηνές από το Δωδεκάορτο, σκηνές από τη ζωή, τα πάθη και την Ανάσταση του Χριστού. Λόγω του μεγάλου αριθμού των σκηνών που συνθέτουν το εικονογραφικό πρόγραμμα του καθολικού, του οποίου οι επιφάνειες για τοιχογράφηση ήταν περιορισμένες, πολλές από αυτές τις σκηνές έχουν το μέγεθος μιας φορητής εικόνας. Ο Θεοφάνης καταφέρνει να εισαγάγει στην διακόσμηση του καθολικού του Αναπαυσά εκτός από την εικονογραφία την εξελιγμένη τεχνική και τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει την καλλιτεχνική παραγωγή φορητών εικόνων της Κρητικής σχολής.

Μονή Αγ. Στεφάνου Μετεώρων
Ο βράχος της μονής του Αγίου Στεφάνου κατοικήθηκε από μοναχούς στα τέλη του 12ου αι. Σύμφωνα με πληροφορίες που σήμερα δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν, πρώτος ιδρυτής της μονής, κατά το έτος 1191/2, φέρεται ο όσιος ασκητής ονομαζόμενος Ιερεμίας. Η κτηριακή συγκρότηση της μονής που ιδρύθηκε το 14ο αι. ολοκληρώθηκε στο 15ο και 16ο αι. Πρώτος κτήτορας της μονής είναι ο μοναχός, αργότερα ηγούμενός της Αντώνιος Καντακουζηνός. Ο Αντώνιος κατά την άποψη κάποιων ερευνητών ήταν γιός του Σέρβου Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου του Β΄ (1359) και γόνος της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας. Δεύτερος κτήτορας είναι ο μοναχός Φιλόθεος "εκ Σκλάταινας", ο οποίος αναφέρεται ως ανακαινιστής "εκ βάθρων θεμελίων" του Αγίου Στεφάνου.

Ο Θεόφιλος ανήγειρε εκ νέου το παλαιό, σήμερα, καθολικό, κατασκεύασε τα κελλιά και άλλους βοηθητικούς χώρους της μονής. Επί των ημερών του (1545) η μονή έγινε σταυροπηγιακή και διατήρησε αυτό το προνόμιο ως το 1743. Το 1798 κτίζεται νέο καθολικό, αφιερωμένο στον Άγιο Χαράλαμπο, ο οποίος από το 17ο αι. αναφέρεται ως ο δεύτερος προστάτης της μονής. Το 18ο και 19ο αι. ανεγείρονται ή κτίζονται για πρώτη φορά διάφορα κτήρια και η μονή παίρνει τη μορφή που έχει σήμερα. Το μοναστήρι, στο οποίο από το 1961 εγκαταβιεί γυναικεία αδελφότητα διακρίνεται για την αξιόλογη κοινωνική του δράση.

Η μονή βρίσκεται στο νότιο άκρο της συστάδας των Μετεώρων, ακριβώς πάνω από την Καλαμπάκα. Η πρόσβαση στη μονή είναι πολύ εύκολη, αφού ένα μικρό πέτρινο γεφύρι συνδέει το σύγχρονο δρόμο στην είσοδο της μονής. Δεξιά και αριστερά της εισόδου αναπτύσσονται τα κελλιά της μονής. Στο ανατολικό τμήμα του περιβόλου βρίσκεται η εστία, ένα μικρό τετράγωνο θολωτό κτίσμα, ο στάβλος και άλλοι βοηθητικοί χώροι της μονής.

Στα νοτιοανατολικά του περιβόλου βρίσκεται το παλαιό καθολικό της μονής και η τράπεζα, η οποία σήμερα στεγάζει το σκευοφυλάκιο- μουσείο της μονής. Το παλαιό καθολικό χρησιμοποιείται πλέον αποκλειστικά για λατρευτική χρήση των μοναχών και ανοίγει για προσκύνηση μόνο τις δύο ημέρες του χρόνου που πανηγυρίζει η μονή (27 Δεκεμβρίου και 10 Φεβρουαρίου). Ιδρύθηκε τον 15ο αι. και ανακαινίστηκε από τον μοναχό Φιλόθεο στα μέσα του 16ου αι., και είναι ένας μικρός μονόχωρος δρομικός ναός με λιτή. O ζωγραφικός διάκοσμός του εκτελέστηκε σε δύο φάσεις. Οι τοιχογραφίες της πρώτης φάσης που καλύπτουν το ιερό, τον κυρίως ναό και το μεγαλύτερο τμήμα της λιτής σχετίζονται με χορηγία του ηγουμένου της μονής Μητροφάνου και του ιερομονάχου Γρηγορίου. Οι τοιχογραφίες της δεύτερης φάσης, οι οποίες περιορίζονται στο δυτικό τοίχο της λιτής και στην κάτω ζώνη των πεσσών που τριβήλου, έγιναν από το ζωγράφο ιερέα Νικόλαο τον καστρήσιο, με πρωτοβουλία του ηγουμένου της μονής Γρηγορίου, το 17ο αι.

Στο βορειοδυτικό τμήμα του περιβόλου βρίσκεται το νέο καθολικό, το οποίο κτίστηκε το 1798, και ανήκει στον τύπο του τρίκογχου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με ευρύχωρη λιτή στη δυτική του πλευρά και προστώο κατά μήκος της βόρειας πλευράς του ναού. Οι επιφάνειες των τοίχων του νέου καθολικού που ήταν μέχρι τη δεκαετία του 1980 ακόσμητες σήμερα κοσμούνται με έργα του γνωστού αγιογράφου της εποχής μας Τσοτσώνη.

Μονή Αγ. Τριάδας Μετεώρων
Κατά την παράδοση η μονή της Αγίας Τριάδος πρωτοκτίστηκε το 1488 από ένα μοναχό με το όνομα Δομέτιος. Οι πηγές όμως μαρτυρούν την ύπαρξη της ήδη από το 1362. Η αρχαιότερη οικοδομική φάση της μονής αντιπροσωπεύεται από το σημερινό καθολικό, το οποίο κτίστηκε, όπως πληροφορούμαστε από την σχετική κτητορική επιγραφή, το έτος 1475/6 και είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα.

Η αγιογράφηση του ναού έγινε από το ζωγράφο Αντώνιο ιερέα και τον αδελφό του Νικόλαο, το 1741, επί μητροπολίτη Σταγών Θεοφάνη και επί ηγουμένου Παρθενίου. Ο εσωνάρθηκας του καθολικού κτίστηκε το 1689 και τοιχογραφήθηκε το 1692, επί μητροπολίτη Σταγών Αρσενίου και επί ηγουμένου Ιωνά. Το 1682, με έξοδα και κόπο των ιερομονάχων Δαμασκηνού, Ιωνά και Παρθενίου, κτίστηκε και αγιογραφήθηκε το παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Στα 1684 προστέθηκε στη νοτιανατολική γωνία του ναού ένα μικρό σκευοφυλάκιο το οποίο επικοινωνεί με το ιερό.

Στη μονή ανήκουν 124 χειρόγραφα, (φυλάσσονται από το 1953 στη Μονή Αγίου Στεφάνου) μεταξύ των οποίων οι κώδικες των μονών Αναπαυσά και Ρουσάνου.

Ο επισκέπτης προκειμένου να φτάσει στη μονή πρέπει να διασχίσει πεζός ένα κατηφορικό μονοπάτι, μέχρι τα ριζά του βράχου και στη συνέχεια να ανεβεί 145 λαξευμένα σκαλοπάτια. Αριστερά της εισόδου στη μονή βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Τιμίου Προδρόμου, μια μικρών διαστάσεων ροτόντα λαξευμένη στο βράχο. Προχωρώντας, στα αριστερά ενός σκεπαστού διαδρόμου συναντάμε τον πύργο βριζονίου και την τράπεζα και δεξιά σειρά θολοσκέπαστων κελλιών. Στο τέλος του διαδρόμου (δεξιά) βρίσκεται το καθολικό της μονής. Πρόκειται για ένα μικρό σταυροειδή δικιόνιο ναό με τρούλο και ευρύχωρη λιτή στη δυτική του πλευρά. Βορειοδυτικά του κτηριακού συγκροτήματος της μονής, πίσω από το καθολικό, ο επισκέπτης φτάνει στο ψηλότερο σημείο του βράχου, από τον εξώστη του οποίου μπορεί να απολαύσει μια σπάνια θέα προς τα άλλα μοναστήρια και τους βράχους των Μετεώρων.

Μονή Υπαπαντής Μετεώρων
Η Μονή της Υπαπαντής σήμερα είναι ακατοίκητη και ανήκει στη Μονή του Μεγάλου Μετεώρου με καθολικό που ακολουθεί τον σταυρεπίστεγο τύπο, με τοιχογραφίες που έγιναν στα 1366/67 με συνδρομή και έξοδα του κτίτορά της ιερομονάχου Νείλου και του μοναχού Κυπριανού, στα χρόνια της βασιλείας του Συμεών Ούρεση Παλαιολόγου, πατέρα του δεύτερου κτίτορα του Μεγάλου Μετεώρου μοναχού Ιωάσαφ. Η τοιχογράφηση αυτή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζωγραφικά μνημεία του δεύτερου μισού του ΙΔ΄ αιώνα. Μεταγενέστερη προσθήκη αποτελεί ο νάρθηκας του ναού, που κτίστηκε στα 1784, και την ίδια εποχή τοιχογραφήθηκε από τους Καλαρρυτινούς ζωγράφους Δημήτριο Ζούκη και το μαθητή του Γεώργιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΙΑΜΑΤΙΚΩΝ ΛΟΥΤΡΩΝ ΚΑΙ Η ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥΣ ΣΕ SPA

Τα νερά των φυσικών ή ιαματικών πηγών είναι νερά, που πηγάζουν μέσα από πετρώματα και βράχους που βγαίνουν από τα έγκατα της γης. Είναι εμπλ...