Η ονομασία της περιοχής, που ανάγεται από τον Παυσανία στον ήρωα Κέραμο, υιό του Διονύσου και της Αριάδνης και επώνυμο ήρωα του αθηναϊκού δήμου των Κεραμέων, προέρχεται μάλλον από έναν πανάρχαιο συνοικισμό κεραμέων, οι οποίοι προφανώς είχαν βρεί έναν ιδεώδη τόπο για την εγκατάσταση των εργαστηρίων τους στις όχθες του ποταμού Ηριδανού.
Μολονότι τα ακριβή όρια του δήμου δεν μας είναι γνωστά, θεωρείται βέβαιο ότι ξεπερνούσαν κατά πολύ τον σήμερα ανεσκαμμένο χώρο που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της Αθήνας. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν μία σειρά από λίθινα ενεπίγραφα ορόσημα («όρους») του χώρου που έχουν έρθει στο φως σε συνδυασμό με τις σωζόμενες μαρτυρίες των γραπτών πηγών, που μας δίνουν σημεία αναφοράς ως προς την έκτασή του προς βορράν και προς νότον, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο αρχαίος Κεραμεικός καταλάμβανε ασύγκριτα μεγαλύτερο εμβαδόν από τον σύγχρονο, εκτεινόμενος τουλάχιστον από τις βορειοδυτικές παρυφές της Αγοράς των Αθηνών μέχρι το δάσος του ήρωος Ακαδήμου (Ακαδήμεια) σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου περίπου.
Πολλοί συγγραφείς μάλιστα αναφέρουν ότι ένα τμήμα της ίδια της Αγοράς ανήκε στον Κεραμεικό, ενώ σύμφωνα με τον Παυσανία θα έπρεπε ολόκληρη η Αγορά να αποτελούσε μέρος του· ωστόσο, πιο κοντά στα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα είναι η παλαιότερη πηγή, δηλαδή ο Θουκυδίδης, που τοποθετεί τον Κεραμεικό, πριν από την κατασκευή των τειχών της Αθήνας το 478 π.Χ., σε σημείο έξω από τα βορειοδυτικά άκρα της πόλης.
Την περιοχή του Κεραμεικού διέσχιζε ο Ηριδανός, ο μικρότερος από τους τρεις κύριους ποταμούς της αρχαίας Αθήνας, ο οποίος κατέβαινε από την πλαγιά του Λυκαβηττού και, ακολουθώντας αρχικά βορειοδυτική πορεία, εν συνεχεία στρεφόταν προς νότον, όπου συναντούσε τον Ιλισσό.
Με την ανέγερση των τειχών της πόλεως, ο Κεραμεικός χωρίστηκε σε δύο τμήματα, στον «Έσω» και τον «Έξω» Κεραμεικό, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω του Διπύλου και της Ιεράς Πύλης.
Ο χώρος του Κεραμεικού περιλάμβανε πολυάριθμα ταφικά κτίσματα στο τμήμα του που βρισκόταν εκτός των ορίων της πόλης, καθώς και διάφορα δημόσια κτίρια στον χώρο που απλωνόταν εντός των τειχών, εξυπηρετώντας έτσι για πολλούς αιώνες ένα πλήθος δραστηριοτήτων που αντικατόπτριζαν την πολυσχιδή ζωή της αρχαίας Αθήνας.
Οι ομφαλός, αφιερωμένος στον Απόλλωνα μέσα σε Κεραμεικός.
Ιστορία
Ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού αποτελεί μικρό μόνο μέρος του αρχαίου αττικού δήμου των Κεραμέων, ενός από τους μεγαλύτερους της αρχαίας Αθήνας, ο οποίος βρισκόταν στη βορειοδυτική παρυφή της πόλης. Ο χώρος του Κεραμεικού περιβάλλεται σήμερα από τις οδούς Ερμού, Πειραιώς και Ασωμάτων. Όπως υποδηλώνει το όνομά του, υπήρξε περιοχή εγκατάστασης αγγειοπλαστών και αγγειογράφων και ο κύριος τόπος παραγωγής των περίφημων αττικών αγγείων. Η παραποτάμια περιοχή του Κεραμεικού πλημμύριζε συνεχώς και δεν ευνοούσε την κατοίκηση. Άρχισε έτσι να χρησιμοποιείται ως χώρος ταφής, και σταδιακά έγινε το σημαντικότερο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας.
Οι τεχνίτες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Κεραμεικού χάρις στα κατάλληλα για την κατασκευή αγγείων αργιλώδη εδάφη που περιβάλλουν τον μικροσκοπικό ποταμό Ηριδανό. Ο Ηριδανός, που ρέει σήμερα μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, είχε εξαφανιστεί επί αιώνες, θαμμένος από επιχώσεις 8-9 μ. έως δηλαδή τη σημερινή στάθμη της οδού Ερμού. Έμεινε θαμμένος μέχρι το 1960 και αποκαλύφτηκε με τις ανασκαφές.
Οι αρχαιότεροι τάφοι χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (2700-2000 π.Χ.). Από την υπομυκηναϊκή περίοδο (1100-1000 π.Χ.) και εξής το νεκροταφείο αναπτύσσεται συνεχώς. Κατά τη γεωμετρική (1000-700 π.Χ.) και αρχαϊκή (700-480 π.Χ.) περίοδο οι τάφοι πληθαίνουν, εντάσσονται σε ταφικούς τύμβους ή σημαίνονται με επιτάφια μνημεία. Από την ελληνιστική περίοδο έως τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (Από το 338 π.Χ. έως περίπου τον 6ο αι. μ.Χ.) συνεχίστηκε αδιάκοπα η λειτουργία του νεκροταφείου στον ίδιο χώρο.
Τα σημαντικότερα αθηναϊκά αγγεία της εποχής έχουν βρεθεί σε τάφους του Κεραμεικού. Μεταξύ αυτών και η περίφημη «οινοχόη του Διπύλου?, με την αρχαιότερη ελληνική αλφαβητική επιγραφή (δεύτερο ήμισυ του 8ου π.Χ. αι.). Οι ανασκαφές στον Κεραμεικό άρχισαν από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία το 1870 με διευθυντή τον Στ. Κουμανούδη. Κατά τις επόμενες δεκαετίες οι ανασκαφές συνεχίστηκαν σε συνεργασία με τους Γερμανούς A. Brueckner και F. Noack ενώ από το 1913 μέχρι σήμερα συνεχίζονται από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.
Στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού πραγματοποιούνται περιοδικές αποψιλώσεις και καθαρισμοί. Πρόσφατα (2004) ολοκληρώθηκε κατασκευή δικτύου διαδρομών επισκεπτών, κτιριακή βελτίωση και επανέκθεση του Μουσείου Κεραμεικού, τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων, διαμόρφωση αμφιθεατρικού χώρου θέασης. Με πρόσφατες (από το έτος 2000 και εξής) απαλλοτριώσεις οικοπέδων ομόρων προς τον αρχαιολογικό χώρο η έκτασή του αναμένεται να διευρυνθεί και να πραγματοποιηθούν εν καιρώ νέες ανασκαφές.
Το μικρό μουσείο μέσα στο χώρο φιλοξενεί ευρήματα μόνον από τις έρευνες στον Κεραμεικό.
Οι αρχαιότεροι τάφοι χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (2700-2000 π.Χ.). Από την υπομυκηναϊκή περίοδο (1100-1000 π.Χ.) και εξής το νεκροταφείο αναπτύσσεται συνεχώς. Κατά τη γεωμετρική (1000-700 π.Χ.) και αρχαϊκή (700-480 π.Χ.) περίοδο οι τάφοι πληθαίνουν, εντάσσονται σε ταφικούς τύμβους ή σημαίνονται με επιτάφια μνημεία. Από την ελληνιστική περίοδο έως τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (Από το 338 π.Χ. έως περίπου τον 6ο αι. μ.Χ.) συνεχίστηκε αδιάκοπα η λειτουργία του νεκροταφείου στον ίδιο χώρο.
Τα σημαντικότερα αθηναϊκά αγγεία της εποχής έχουν βρεθεί σε τάφους του Κεραμεικού. Μεταξύ αυτών και η περίφημη «οινοχόη του Διπύλου?, με την αρχαιότερη ελληνική αλφαβητική επιγραφή (δεύτερο ήμισυ του 8ου π.Χ. αι.). Οι ανασκαφές στον Κεραμεικό άρχισαν από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία το 1870 με διευθυντή τον Στ. Κουμανούδη. Κατά τις επόμενες δεκαετίες οι ανασκαφές συνεχίστηκαν σε συνεργασία με τους Γερμανούς A. Brueckner και F. Noack ενώ από το 1913 μέχρι σήμερα συνεχίζονται από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.
Στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού πραγματοποιούνται περιοδικές αποψιλώσεις και καθαρισμοί. Πρόσφατα (2004) ολοκληρώθηκε κατασκευή δικτύου διαδρομών επισκεπτών, κτιριακή βελτίωση και επανέκθεση του Μουσείου Κεραμεικού, τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων, διαμόρφωση αμφιθεατρικού χώρου θέασης. Με πρόσφατες (από το έτος 2000 και εξής) απαλλοτριώσεις οικοπέδων ομόρων προς τον αρχαιολογικό χώρο η έκτασή του αναμένεται να διευρυνθεί και να πραγματοποιηθούν εν καιρώ νέες ανασκαφές.
Το μικρό μουσείο μέσα στο χώρο φιλοξενεί ευρήματα μόνον από τις έρευνες στον Κεραμεικό.
Περιγραφή
Ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού αποτελεί μικρό μόνο μέρος του αρχαίου αττικού δήμου των Κεραμέων, ενός από τους μεγαλύτερους της αρχαίας Αθήνας, ο οποίος βρισκόταν στη βορειοδυτική παρυφή της πόλης. Ο χώρος του Κεραμεικού περιβάλλεται σήμερα από τις οδούς Ερμού, Πειραιώς και Ασωμάτων. Όπως υποδηλώνει το όνομά του, υπήρξε περιοχή εγκατάστασης αγγειοπλαστών και αγγειογράφων και ο κύριος τόπος παραγωγής των περίφημων αττικών αγγείων. Η παραποτάμια περιοχή του Κεραμεικού πλημμύριζε συνεχώς και δεν ευνοούσε την κατοίκηση. Άρχισε έτσι να χρησιμοποιείται ως χώρος ταφής, και σταδιακά έγινε το σημαντικότερο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας.
Οι τεχνίτες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Κεραμεικού χάρις στα κατάλληλα για την κατασκευή αγγείων αργιλώδη εδάφη που περιβάλλουν τον μικροσκοπικό ποταμό Ηριδανό. Ο Ηριδανός, που ρέει σήμερα μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, είχε εξαφανιστεί επί αιώνες, θαμμένος από επιχώσεις 8-9 μ. έως δηλαδή τη σημερινή στάθμη της οδού Ερμού. Έμεινε θαμμένος μέχρι το 1960 και αποκαλύφτηκε με τις ανασκαφές.
Οι αρχαιότεροι τάφοι χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (2700-2000 π.Χ.). Από την υπομυκηναϊκή περίοδο (1100-1000 π.Χ.) και εξής το νεκροταφείο αναπτύσσεται συνεχώς. Κατά τη γεωμετρική (1000-700 π.Χ.) και αρχαϊκή (700-480 π.Χ.) περίοδο οι τάφοι πληθαίνουν, εντάσσονται σε ταφικούς τύμβους ή σημαίνονται με επιτάφια μνημεία. Από την ελληνιστική περίοδο έως τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (Από το 338 π.Χ. έως περίπου τον 6ο αι. μ.Χ.) συνεχίστηκε αδιάκοπα η λειτουργία του νεκροταφείου στον ίδιο χώρο.
Τα σημαντικότερα αθηναϊκά αγγεία της εποχής έχουν βρεθεί σε τάφους του Κεραμεικού. Μεταξύ αυτών και η περίφημη «οινοχόη του Διπύλου?, με την αρχαιότερη ελληνική αλφαβητική επιγραφή (δεύτερο ήμισυ του 8ου π.Χ. αι.). Οι ανασκαφές στον Κεραμεικό άρχισαν από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία το 1870 με διευθυντή τον Στ. Κουμανούδη. Κατά τις επόμενες δεκαετίες οι ανασκαφές συνεχίστηκαν σε συνεργασία με τους Γερμανούς A. Brueckner και F. Noack ενώ από το 1913 μέχρι σήμερα συνεχίζονται από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.
Στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού πραγματοποιούνται περιοδικές αποψιλώσεις και καθαρισμοί. Πρόσφατα (2004) ολοκληρώθηκε κατασκευή δικτύου διαδρομών επισκεπτών, κτιριακή βελτίωση και επανέκθεση του Μουσείου Κεραμεικού, τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων, διαμόρφωση αμφιθεατρικού χώρου θέασης. Με πρόσφατες (από το έτος 2000 και εξής) απαλλοτριώσεις οικοπέδων ομόρων προς τον αρχαιολογικό χώρο η έκτασή του αναμένεται να διευρυνθεί και να πραγματοποιηθούν εν καιρώ νέες ανασκαφές.
Το μικρό μουσείο μέσα στο χώρο φιλοξενεί ευρήματα μόνον από τις έρευνες στον Κεραμεικό.
Οι τεχνίτες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Κεραμεικού χάρις στα κατάλληλα για την κατασκευή αγγείων αργιλώδη εδάφη που περιβάλλουν τον μικροσκοπικό ποταμό Ηριδανό. Ο Ηριδανός, που ρέει σήμερα μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, είχε εξαφανιστεί επί αιώνες, θαμμένος από επιχώσεις 8-9 μ. έως δηλαδή τη σημερινή στάθμη της οδού Ερμού. Έμεινε θαμμένος μέχρι το 1960 και αποκαλύφτηκε με τις ανασκαφές.
Οι αρχαιότεροι τάφοι χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (2700-2000 π.Χ.). Από την υπομυκηναϊκή περίοδο (1100-1000 π.Χ.) και εξής το νεκροταφείο αναπτύσσεται συνεχώς. Κατά τη γεωμετρική (1000-700 π.Χ.) και αρχαϊκή (700-480 π.Χ.) περίοδο οι τάφοι πληθαίνουν, εντάσσονται σε ταφικούς τύμβους ή σημαίνονται με επιτάφια μνημεία. Από την ελληνιστική περίοδο έως τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (Από το 338 π.Χ. έως περίπου τον 6ο αι. μ.Χ.) συνεχίστηκε αδιάκοπα η λειτουργία του νεκροταφείου στον ίδιο χώρο.
Τα σημαντικότερα αθηναϊκά αγγεία της εποχής έχουν βρεθεί σε τάφους του Κεραμεικού. Μεταξύ αυτών και η περίφημη «οινοχόη του Διπύλου?, με την αρχαιότερη ελληνική αλφαβητική επιγραφή (δεύτερο ήμισυ του 8ου π.Χ. αι.). Οι ανασκαφές στον Κεραμεικό άρχισαν από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία το 1870 με διευθυντή τον Στ. Κουμανούδη. Κατά τις επόμενες δεκαετίες οι ανασκαφές συνεχίστηκαν σε συνεργασία με τους Γερμανούς A. Brueckner και F. Noack ενώ από το 1913 μέχρι σήμερα συνεχίζονται από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.
Στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού πραγματοποιούνται περιοδικές αποψιλώσεις και καθαρισμοί. Πρόσφατα (2004) ολοκληρώθηκε κατασκευή δικτύου διαδρομών επισκεπτών, κτιριακή βελτίωση και επανέκθεση του Μουσείου Κεραμεικού, τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων, διαμόρφωση αμφιθεατρικού χώρου θέασης. Με πρόσφατες (από το έτος 2000 και εξής) απαλλοτριώσεις οικοπέδων ομόρων προς τον αρχαιολογικό χώρο η έκτασή του αναμένεται να διευρυνθεί και να πραγματοποιηθούν εν καιρώ νέες ανασκαφές.
Το μικρό μουσείο μέσα στο χώρο φιλοξενεί ευρήματα μόνον από τις έρευνες στον Κεραμεικό.
Οι δύο Κεραμεικοί χωρίζονταν μεταξύ τους από το Θεμιστόκλειο τείχος (479 π.Χ.), και συνδέονταν από τη μεγάλη διπλή πύλη λεγόμενη «Δίπυλο» στην οποία εξωτερικά κατέληγαν η αρχαία οδός Πειραιώς, η Ιερά οδός, από και προς την αρχαία Ελευσίνα και η οδός προς την Ακαδημία Πλάτωνος.
Road to the Platonic Academy
Εσωτερικά του Διπύλου ξεκινούσε μεγάλη λεωφόρος που διαμέσου της αρχαίας αγοράς και μεταξύ των λόφων της Πνύκας και του Αρείου Πάγου κατέληγε στην είσοδο της Ακρόπολης. Έτσι ο μεν Έξω Κεραμεικός είχε ταφικό χαρακτήρα, ενώ ο Έσω Κεραμεικός οικιστικό χαρακτήρα.
Excavations
Archaeological excavations in the Kerameikos began in 1870 under the auspices of the Greek Archaeological Society. They have continued from 1913 to the present day under the German Archaeological Institute at Athens.
During the construction of Kerameikos station for the expanded Athens Metro, a plague pit and approximately 1,000 tombs from the 4th and 5th centuries BC were discovered. The Greek archaeologist Efi Baziotopoulou-Valavani, who excavated the site, has dated the grave to between 430 and 426 BC. Thucydides described the panic caused by the plague, possibly an epidemic of typhoid which struck the besieged city in 430 BC. The epidemic lasted for two years and killed an estimated one third of the population. He wrote that bodies were abandoned in temples and streets, to be subsequently collected and hastily buried. The disease reappeared in the winter of 427 BC.
Modern replicas of the burial monuments for Hegeso, daughter of Proxenios, and for Koroibos.
Latest findings in the Kerameikos include the excavation of a 2.1 m tall Kouros, unearthed by the German Archaeological Institute at Athens under the direction of Professor Wolf-Dietrich Niemeier. This Kouros is the larger twin of the one now kept in the Metropolitan Museum of Art in New York, and both were made by the same anonymous sculptor called the "Dipylon Master".
Large areas adjacent to those already excavated remain in to be explored, as they lie under the fabric of modern-day Athens. Expropriation of these areas has been delayed until funding is secured.
Πηγή/Φωτογραφία/Βιβλιογραφία
Ησύχιος
Πλάτων
Θουκυδίδης
Πλούταρχος.
Ησύχιος
Πλάτων
Θουκυδίδης
Πλούταρχος.
Hans Rupprecht Goette, Athens, Attica and the Megarid: An Archaeological Guide, p. 59
Wolf-Dietrich Niemeier: Der Kuros vom Heiligen Tor. Überraschende Neufunde archaischer Skulptur im Kerameikos in Athen. Zabern, Mainz 2002. (Zaberns Bildbände zur Archäologie) ISBN 3-8053-2956-3
Akten des Internationalen Symposions Die Ausgrabungen im Kerameikos, Bilanz und Perspektiven. Athen, 27.–31. Januar 1999. Zabern, Mainz am Rhein 2001. (Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung, 114) ISBN 3-8053-2808-7
Ursula Knigge: Der Kerameikos von Athen. Führung durch Ausgrabungen und Geschichte. Krene-Verl., Athen 1988.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου