Η σημαντική θέση της αρχαίας Κορίνθου κατοικήθηκε από τα νεολιθικά χρόνια (5000-3000 π.Χ.). Η μεγάλη όμως ακμή της αρχίζει από τον 8ο π.Χ. αιώνα και συνεχίζεται μέχρι την καταστροφή της από τον Ρωμαίο στρατηγό Μόμμιο το 146 π.Χ. Δείγμα της αποτελεί ο δωρικός ναός του Απόλλωνα που κατασκευάσθηκε το 550 π.Χ.
Περιορισμένη σε έκταση και αποτελέσματα έρευνα έγινε κατά τα έτη 1892 και 1906 από τον Α. Σκιά με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας.Συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή που συνεχίζονται έως σήμερα, άρχισαν το 1896 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, που έφεραν στο φως την αγορά, ναούς, κρήνες, καταστήματα, στοές, λουτρά. Επίσης, ερευνήθηκαν ο Ακροκόρινθος, προϊστορικοί οικισμοί, το Θέατρο, το Ωδείο, το Ασκληπιείο, νεκροταφεία, η συνοικία των κεραμέων και άλλα κτήρια.
Περιορισμένη σε έκταση και αποτελέσματα έρευνα έγινε κατά τα έτη 1892 και 1906 από τον Α. Σκιά με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας.Συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή που συνεχίζονται έως σήμερα, άρχισαν το 1896 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, που έφεραν στο φως την αγορά, ναούς, κρήνες, καταστήματα, στοές, λουτρά. Επίσης, ερευνήθηκαν ο Ακροκόρινθος, προϊστορικοί οικισμοί, το Θέατρο, το Ωδείο, το Ασκληπιείο, νεκροταφεία, η συνοικία των κεραμέων και άλλα κτήρια.
Η πόλη επανοικίζεται το 44 π.Χ., αναπτύσσεται και πάλι και το 51-52 μ.Χ. δέχεται την επίσκεψη του Απόστολου Παύλου. Το κέντρο της οργανώνεται νότια του ναού του Απόλλωνα και περιλαμβάνει καταστήματα, μικρούς ναούς, κρήνες, λουτρό και άλλα δημόσια κτήρια.
Το 267 μ.Χ., με την εισβολή των Ερούλων, αρχίζει η παρακμή της πόλης, η οποία ωστόσο επιζεί, παρά τις επανειλημμένες καταστροφές και εισβολές, μέχρι την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους το 1822.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Κορίνθου βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες του λόφου του Ακροκορίνθου, γύρω από τον αρχαϊκό Ναό του Απόλλωνα. Εκτεταμένες ανασκαφές έχουν φέρει στο φως τη Ρωμαϊκή Αγορά της πόλης, ναούς, κρήνες, στοές, λουτρικές εγκαταστάσεις και ποικίλα άλλα μνημεία.
Οι έρευνες επεκτάθηκαν ως το φρούριο του Ακροκορίνθου στα νότια του οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου, σε προϊστορικούς οικισμούς στην κορινθιακή πεδιάδα στον βορρά όπως ο λόφος του προϊστορικού οικισμού του Κοράκου, ο άγιος Γεράσιμος, η Γωνιά και η Γύριζα. Στα νότια του οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου ήλθε στο φως το Θέατρο, το ρωμαϊκό Ωδείο, το ιερό του Ασκληπιού και της Υγιείας (Ασκληπιείο), νεκροταφεία, κεραμικά εργαστήρια (Κεραμεικός), τείχη, καθώς και ποικίλα άλλα κτίσματα όπως η Φράγκικη Συνοικία και σημαντικός αριθμός ενετικών και οθωμανικών μνημείων.
History
Η αρχαία Κόρινθος κατοικήθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (6500-3250 π.Χ.). Η πόλη, γνωστή από τους μυκηναϊκούς χρόνους, αναφέρεται στον Όμηρο ως «αφνειός» (= πλούσια) (Ιλιάδα Β 570), λόγω της ιδιαίτερα εύφορης γης της.
Η μεγάλη παραγωγή αγροτικών προϊόντων, ήδη από τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, ευνόησε την ανάπτυξη έντονης εμπορικής δραστηριότητας, κυρίως προς τη δυτική Μεσόγειο, ενώ τον 8ο αιώνα π.Χ. ιδρύθηκαν κορινθιακές αποικίες, όπως η Κέρκυρα στο Ιόνιο Πέλαγος και οι Συρακούσες στη Σικελία, με σημαντικό ρόλο και συμβολή στην ιστορία του αρχαίου μεσογειακού κόσμου. Η οικονομική άνθηση της πόλης έφτασε στο απόγειο κατά τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ., υπό τη διοίκηση του τυράννου Κύψελου και του γιου του Περίανδρου.
Η ισχύς της Κορίνθου αποτυπώθηκε με μεγαλειώδη τρόπο σε περικαλλή κτήρια όπως ο Ναός του Απόλλωνος (560 π.Χ.), ενώ η ανάδειξη των Ισθμίων, των αγώνων που τελούνταν στο κορινθιακό Ιερό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης στον Ισθμό, σε Πανελλήνιους Αγώνες (584 π.Χ.) ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη φήμη και την επιρροή της πόλης.
Από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, η άνοδος της Αθήνας και η κυριαρχία της στην παραγωγή αγγείων και στο εμπόριο της Μεσογείου επέφερε σταδιακά περιορισμό της επιρροής των Κορινθίων, ιδίως μετά τους Περσικούς Πολέμους (490-479 π.Χ.), όπου, παρά την ισχυρή συμμετοχή τους, αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την πρωτοκαθεδρία των Αθηναίων.
Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.) η Κόρινθος τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό της Σπάρτης, παροτρύνοντάς την εξαρχής να στραφεί στρατιωτικά εναντίον των Αθηναίων. Παρά την ήττα της Αθήνας, όμως, και παρά τη συμμετοχή της σε μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και ο λεγόμενος «Κορινθιακός Πόλεμος» εναντίον της Σπάρτης (395-387 π.Χ.), η πόλη της Κορίνθου δεν κατόρθωσε να ανακτήσει την παλαιά της δύναμη. Η διοργάνωση ενός πανελλήνιου συνεδρίου στην Κόρινθο το 337 π.Χ., από τον βασιλιά Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, της νέας αναδυόμενης δύναμης του ελληνικού κόσμου, την επανέφερε προσωρινά στο προσκήνιο, ωστόσο πολύ γρήγορα υποτάχθηκε στους Μακεδόνες. Την αποτίναξη του μακεδονικού ζυγού το 243 π.Χ. από τον Άρατο τον Σικυώνιο, ακολούθησε η προσχώρησή της στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μία ομοσπονδία πόλεων-κρατών της νότιας Ελλάδας.
Ωστόσο, η αντιπαράθεση της Συμπολιτείας με τη Ρώμη οδήγησε το 146 π.Χ. στην περίφημη μάχη της Λευκόπετρας, στην περιοχή του Ισθμού, όπου τα ελληνικά στρατεύματα συνετρίβησαν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες υπό τον Λεύκιο Μόμμιο (Lucius Mummius). Όπως αφηγούνται Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, τη στρατιωτική ήττα ακολούθησε η ολοσχερής καταστροφή και ερήμωση της πόλης (Κικέρων, De imperio cn. pompei ad qvirites oratio 11? Orationes de lege agraria 2.87. Στράβων, Γεωγραφικά 8.23. Παυσανίας 2.1.2).
Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 44 π.Χ., ο ισόβιος δικτάτορας (dictator in perpetuum) της Ρώμης Ιούλιος Καίσαρας αποφασίζει την επανίδρυση της Κορίνθου ως ρωμαϊκής αποικίας, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη γεωγραφική σημασία της στην ευρύτερη στρατηγική του για την ανατολική Μεσόγειο. Ο βίαιος θάνατός του την ίδια χρονιά δεν ματαίωσε το μεγαλόπνοο σχέδιό του, καθώς το συνέχισε ο διάδοχός του Οκταβιανός, ο μετέπειτα Αύγουστος. Η νέα πόλη ονομάστηκε Colonia Laus Iulia Corinthiensis ή Clara Laus Iulia Corinthus ή Iulia Corinthus Augusta, ως αποικία της Ιουλίας οικογένειας του Καίσαρα και του Αυγούστου (Gens Iulia), και ορίστηκε το 27 π.Χ. πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Επαρχίας της Αχαΐας (Provincia Achaiae), που περιλάμβανε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας, την Πελοπόννησο και αρκετά νησιά. Λόγω της ερήμωσής της μετά τη μάχη της Λευκόπετρας, η πόλη εποικίστηκε αρχικά με απελεύθερους Ρωμαίους και βετεράνους στρατιώτες, που σύντομα πλαισιώθηκαν από Έλληνες, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την ιδιαίτερα εύφορη γη που δημεύτηκε από τη Ρώμη (ager publicus) και παραχωρήθηκε σε νέους ακτήμονες. Στόχος της Ρώμης ήταν αφενός η δημιουργία μιας σταθερής ρωμαϊκής βάσης στην ταραχώδη Ανατολή και αφετέρου η ταχύτερη διέλευση του ρωμαϊκού στόλου μέσω του Διόλκου, της μοναδικής χερσαίας, λιθόστρωτης οδού για πλοία που διέσχιζε τον Ισθμό, όπως μαρτυρεί μία λατινική επιγραφή του 102 π.Χ. που καταγράφει τη διέλευση του στόλου για την αντιμετώπιση των πειρατών καθοδόν προς τη Σίδη της μικρασιατικής Παμφυλίας, υπό τον ρήτορα Antonius Marcus, παππού του Μάρκου Αντωνίου, συντρόφου της βασίλισσας Κλεοπάτρας και θανάσιμου αντιπάλου του Οκταβιανού στον πόλεμο για τη διαδοχή του Ιουλίου Καίσαρα.
Πολύ σύντομα ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά, καθώς αναπτύχθηκαν εκ νέου η γεωργία, η κτηνοτροφία και το εμπόριο, με αντίστοιχες εξαγωγές μαλλιού, βαμμένων μάλλινων υφασμάτων, ελαιολάδου και μελιού, αλλά και ξυλείας και μεταλλικών αντικειμένων. Από την άλλη, οι ανάγκες και οι συνήθειες των Ρωμαίων κατοίκων της νέας πόλης, καθώς και ο διεθνής ρόλος της, οδήγησαν σε εισαγωγές αγαθών από άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, όπως κρασιού και οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, γρανίτη), που ήταν απαραίτητα για τις νέες, πολυτελείς κατασκευές.
Πολύ σύντομα ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά, καθώς αναπτύχθηκαν εκ νέου η γεωργία, η κτηνοτροφία και το εμπόριο, με αντίστοιχες εξαγωγές μαλλιού, βαμμένων μάλλινων υφασμάτων, ελαιολάδου και μελιού, αλλά και ξυλείας και μεταλλικών αντικειμένων. Από την άλλη, οι ανάγκες και οι συνήθειες των Ρωμαίων κατοίκων της νέας πόλης, καθώς και ο διεθνής ρόλος της, οδήγησαν σε εισαγωγές αγαθών από άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, όπως κρασιού και οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, γρανίτη), που ήταν απαραίτητα για τις νέες, πολυτελείς κατασκευές.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η πόλη επανασχεδιάστηκε με σύστημα ιπποδάμειο, δηλαδή με κάθετους και οριζόντιους οδικούς άξονες (cardines και decumani) που οριοθετούσαν πολεοδομικές νησίδες (insulae). Γύρω από την Αγορά της ανεγέρθηκαν περικαλλή δημόσια οικοδομήματα και ιδιωτικά μνημεία εύπορων Ρωμαίων και Ελλήνων, που θέλησαν να δηλώσουν εμφατικά την παρουσία τους στην πρωτεύουσα της Επαρχίας. Μαρτυρίες για την κατασκευή των κτισμάτων απαντώνται σε πολλές επιγραφές, ενώ απεικονίσεις τους υπάρχουν κυρίως σε μεταγενέστερα τοπικά νομίσματα. Οι φράσεις του Οράτιου «non cuivis homini contingit adire Corinthum / non licet omnibus adire Corinthum» (Επιστολές 1.17.36) και του Στράβωνος «ου παντός ανδρός ες Κόρινθον εσθ’ ο πλους» (Γεωγραφικά 8.6.20) αντανακλούν την ευημερία της πόλης και το υψηλό κόστος που απαιτούσε η διαμονή εκεί. Περί τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., όταν την επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος, η Κόρινθος ήταν πλέον μια σημαντική ρωμαϊκή πόλη της Αυτοκρατορίας, διοικούμενη από δύο τοπικούς άρχοντες, τους duoviri, στα πρότυπα των υπάτων (consules) της Ρώμης, μία μικρογραφία της πρωτεύουσας που αποτελούσε σημείο αναφοράς στη σκέψη και το ταξίδι των Ρωμαίων προς την Ανατολή.
Παρά τις καταστροφές που υπέστη από την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ) και το καταστροφικό χτύπημα του εγκέλαδου περί το 375 μ.Χ., η πόλη παραμένει κραταιά και στην συνέχεια ορίζεται ως πρωτεύουσα του Ελλαδικού Θέματος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 1204 κατελήφθη από τους Φράγκους, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, ενώ γνώρισε και μία μικρή περίοδο Ενετοκρατίας, την οποία διαδέχθηκε και πάλι η οθωμανική κατοχή ως την απελευθέρωση και την ίδρυση Ελληνικού Κράτους το 1830.
Περιορισμένη σε έκταση και αποτελέσματα έρευνα έγινε κατά τα έτη 1892 και 1906 από τον Α. Σκιά με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας.Συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή που συνεχίζονται έως σήμερα, άρχισαν το 1896 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών,
Σύγχρονη πόλη
Η Κόρινθος είναι πόλη και σημαντικός λιμένας της Πελοποννήσου. Αποτελεί την έδρα του ομώνυμου Δήμου, είναι πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας και η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της περιφέρειας Πελοποννήσου και πρώτη στο νομό με 58.280 κατοίκους κατά την απογραφή του 2011.
Η Κόρινθος αποτελεί συνέχεια της αρχαίας Κορίνθου. Το 1858 η παλαιά πόλη της Κορίνθου, γνωστή πλέον ως Αρχαία Κόρινθος, ισοπεδώθηκε από σεισμό. Αυτό οδήγησε στο κτίσιμο της νέας πόλης ΝΑ του αρχαίου λιμανιού του Λεχαίου στις όχθες του Κορινθιακού Κόλπου. Η πόλη χτυπήθηκε από νέο καταστρεπτικό σεισμό στις 22/4/1928, που κατέστησε την πλειοψηφία των σπιτιών ακατοίκητα. Ανοικοδομήθηκε με τους πιο πλήρεις αντισεισμκούς κανόνες υπό την επίβλεψη του οργανισμού ΑΟΣΚ. Ο ισχυρός σεισμός του 1981 απείλησε και πάλι την πόλη, αλλά οι βλάβες ήταν περιορισμένες χάρη στο νέο αντισεισμικό κώδικα.
Ο δήμος από το 2011 περιλαμβάνει 5 δημοτικά διαμερίσματα: Κορίνθου, Αρχαίας Κορίνθου, Εξαμιλίων, Ξυλοκέριζας και Σολωμού.
Η πόλη περιστοιχίζεται από τις παραθαλάσσιες περιοχές του Λεχαίου, Ισθμίων, Κεγχρεών και τις περιοχές Εξαμιλίων, Ξυλοκερίζης και Αρχαίας Κορίνθου. Η γεωφυσική της θέση είναι στην παραθαλάσσια περιοχή ανατολικά του Κορινθιακού κόλπου κοντά στην ζεύξη με το Σαρωνικό. Περιβάλλεται από το βουνό Όνεια και Ακροκόρινθο, όπου κατά την αρχαιότητα βρισκόταν η αρχαία πόλη της Κορίνθου.
Η Κόρινθος βρίσκεται στον οδικό άξονα Αθήνα-Πάτρα, με την πρόσβαση στην πρωτεύουσα να είναι εύκολη είτε μέσω της σύγχρονης εθνικής οδού είτε μέσω του προαστιακού σιδηροδρόμου που άρχισε να λειτουργεί το 2005.
Η σύγχρονη πόλη, όπως ανοικοδομήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, διαθέτει άριστη ρυμοτομία με κάθετες οδούς, που όλες οδηγούν προς τη θάλασσα. Πολιούχος Άγιος είναι ο Απόστολος Παύλος. Ο ομώνυμος μητροπολιτικός ναός δεσπόζει μέσα σ' έναν πανέμορφο κατάφυτο προαύλιο χώρο, στο κέντρο της πόλης. Στο Συνοικισμό κεντρική εκκλησία είναι αυτή της Παναγίας. Το κέντρο, σε μεγάλο βαθμό πεζοδρομημένο, συγκεντρώνει τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα. Αξιοπρόσεκτα είναι το Δικαστικό Μέγαρο και το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας. Η κεντρική λεωφόρος - Εθνικής Αντιστάσεως - οδηγεί στην Πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου (γνωστή στους ντόπιους ως Φλοίσβος) με το άγαλμα του φτερωτού Πηγάσου, συμβόλου της πόλης.
Στην πόλη λειτουργεί Εκκλησιαστικό και Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο. Σημείο αναφοράς είναι η άριστα οργανωμένη παραλία "Καλάμια", που τα τελευταία χρόνια βραβεύεται συνεχώς με γαλάζια σημαία.
Περιγραφή και Μνημεία
Η Κόρινθος, πόλη δωρική, βρισκόταν πάνω στο κομβικό σημείο που η υπόλοιπη Ελλάδα ενωνόταν με την Πελοπόννησο, ενώ διατηρούσε λιμάνι τόσο στο Σαρωνικό όσο και στον Κορινθιακό κόλπο. Η θέση της αυτή προκαθόρισε σε μεγάλο βαθμό και την ιστορία της. Αποτινάσσοντας νωρίς τις δωρικές τους καταβολές, οι κορίνθιοι έκαναν την πόλη τους γρήγορα κέντρο εμπορίου και κεραμικής βιομηχανίας, ενώ δραστηριοποιήθηκαν και στη δημιουργία αποικιών στην Κέρκυρα και τις Συρακούσες. Ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. η πόλη κυριαρχούσε στις θάλασσες και τις αγορές. Πλούτος και δόξα συνέρευσαν στην πόλη, που κατά τους επόμενους αιώνες ήταν το συνώνυμο της πολυτέλειας και της χλιδής.
Η ιστορία της διακόπτεται απότομα το 146 π.Χ., όταν από ατυχείς πολιτικούς χειρισμούς, θα προκαλέσει την υπερδύναμη της εποχής, κραταιά Ρώμη. Οι Ρωμαίοι υπήρξαν ανελέητοι. Ο στρατηγός τους Μόμμιος κατέστρεψε εκ βάθρων την πόλη, λεηλάτησε τους θησαυρούς της και εξανδραπόδησε όλο τον πληθυσμό της. Για τα επόμενα 100 χρόνια η Κόρινθος έχει σβήσει από το χάρτη. Ο Ιούλιος Καίσαρας και στη συνέχεια ο Αύγουστος, αποφασίζουν τον επανοικισμό και την ανοικοδόμηση της πόλης. Είναι εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα επανέκτησε τον παλαιό της πλούτο και τη φήμη.
Οι επτά όρθιοι μονολιθικοί κίονες με ένα μέρος του επιστυλίου ενός δωρικού ναού, ήταν για αιώνες τα μόνα ορατά λείψανα της αρχαίας Κορίνθου. Οι ανασκαφές άρχισαν στην πόλη το 1896, από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή και συνεχίζονται ακατάπαυστα μέχρι σήμερα. Έχει αποκαλυφθεί ένα σημαντικό τμήμα της αρχαίας πόλης, με επίκεντρο την αγορά και το θρησκευτικό κέντρο.
Για τις σχετικά ισχνές ιστορικές αναφορές που σώθηκαν για την τοπογραφία της αρχαίας Κορίνθου, μας αποζημιώνει για μία ακόμα φορά η περιγραφή του Παυσανία. Ο αρχαίος περιηγητής επισκέφτηκε την Κόρινθο τον 2ο αιώνα μ.Χ. και μας δίνει μία πλήρη περιγραφή του κέντρου της πόλης. Φυσικά αυτό που μας περιγράφει είναι η νεότερη πόλη, η επανοικισμένη ρωμαϊκή colonia.
O αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα αποτελεί ακόμα και σήμερα το ορόσημο του αρχαιολογικού χώρου. Χρονολογείται κάπου στο 540 π.Χ. και είναι από τα λίγα δημόσια κτίσματα που ανοικοδομήθηκαν μετά την καταστροφή της πόλης, από το ίδιο παλαιό τους υλικό. Φαίνεται ότι η ανοικοδόμηση αυτή ακολούθησε το ίδιο αρχαϊκό σχέδιο, χωρίς σημαντικές τροποποιήσεις.
Νότια του ναού και σε χαμηλότερο επίπεδο απλωνόταν η αρχαία αγορά της Κορίνθου. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν και τη μία από τις δύο κύριες οδούς πρόσβασης, έναν ευρύ πλακοστρωμένο δρόμο, πλαισιωμένο από στοές που συμβατικά έχει ονομαστεί «οδός Λεχαίου», καθώς ερχόταν από το λιμάνι. Ο δρόμος αυτός οδηγούσε κατευθείαν στο κέντρο της πόλης, όπου περνώντας ένα μνημειακό πρόπυλο, ο επισκέπτης βρισκόταν στην αγορά. Όπως σε κάθε αρχαία ελληνική πόλη, η αγορά ήταν ένας χώρος ανοικτός, αφιερωμένος στη δημόσια και εμπορική ζωή της πόλης. Στο κέντρο ακριβώς της αγοράς δέσποζε ένας μνημειακός βωμός και δίπλα του το «βήμα», από όπου ο ρωμαίος ανθύπατος απευθυνόταν στους πολίτες που συγκεντρώνονταν στην αγορά. Το 52 μ.Χ. από τη θέση αυτή ο ανθύπατος Γαλλίων απασχολήθηκε με τον παρόντα στην αγορά, απόστολο Παύλο (Πράξεις 18, 12-17). Στα Μεσαιωνικά χρόνια στη θέση του βήματος είχε κτιστεί μικρή εκκλησία, της οποίας τα θεμέλια διατηρήθηκαν.
Η αγορά πλαισιωνόταν από σειρές καταστημάτων και από στοές. Στον δυτικό τομέα υπήρχαν τα μικρότερα ιερά της πόλης. Η τοποθέτηση αυτή επιλέχτηκε καθώς οι ναΐσκοι με τα λατρευτικά αγάλματα, έπρεπε υποχρεωτικά να βλέπουν προς την ανατολή. Σώζονται θεμέλια έξι συνολικά ναΐσκων που μας είναι γνωστοί από τους ανασκαφείς με λατινικά γράμματα (D,F,G,H,J,K), καθώς οι ταυτίσεις τους δεν είναι ασφαλείς. Ο ένας από αυτούς (F) πιθανολογείται ότι ήταν αφιερωμένος στη λατρεία της θεάς Τύχης, ο ναός G πιθανότατα σε όλους τους θεούς και ο ναός D στη λατρεία του Ερμή.
Πίσω από τους ναΐσκους αυτούς υπήρχαν οι περίβολοι δύο μεγαλύτερων ναών, του ναού C, που ίσως ταυτίζεται με το ιερό και το ναό της Ήρας Ακραίας και του μνημειώδους ναού Ε, του δεύτερου σε μέγεθος μετά το ναό του Απόλλωνα, που τον καιρό του Παυσανία ήταν αφιερωμένος στην Οκταβία, την αδελφή του Αυγούστου. Δεν θα πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση το ότι θνητοί λατρεύονται σε γειτονικά τεμένη με τους αθανάτους. Η ιδέα της πολιτικής θεοποίησης τον καιρό του Αυγούστου, ήταν ήδη μία ευρύτατα εφηρμοσμένη τακτική: πόλεις και κράτη μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το όχημα της δημόσιας λατρείας, για να αναγνωρίσουν την απτή πραγματικότητα της πολιτικής δύναμης. Είναι αμφίβολο ωστόσο αν κανείς κορίνθιος αντιμετώπισε ποτέ την Οκταβία ως θεά με μία προσωπική, πνευματική έννοια, αν προσευχήθηκε ποτέ σ’ αυτήν αναζητώντας πνευματική παρηγοριά. Για την εκπλήρωση αυτής της ανάγκης υπήρχε ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα.
Η ανατολική πτέρυγα της αγοράς καταλαμβανόταν από εξίσου εντυπωσιακά οικοδομήματα. Το χώρο αμέσως δεξιά των προπυλαίων της «οδού Λεχαίου», κατελάμβανε ένα επιβλητικό οικοδόμημα, του οποίου η διώροφη πρόσοψη ήταν στολισμένη με κορινθιακούς κίονες, ενώ στο δεύτερο όροφο, το θριγκό υποβάσταζαν τέσσερις κολοσσικοί ανδριάντες βαρβάρων, ως «άτλαντες». Στην αριστερή πλευρά των προπυλαίων βρισκόταν η κρήνη Πειρήνη. Η φυσική αυτή πηγή, ίσως αποτελούσε και το λόγο για τον οποίο οι Κορίνθιοι επέλεξαν τον τόπο αυτό για να χωροθετήσουν την αγορά τους. Μία πρώτη αρχιτεκτονική διευθέτηση του χώρου χρονολογείται ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ., τα εντυπωσιακά ωστόσο λείψανα που βλέπουμε σήμερα, οφείλονται στις δωρεές του Ηρώδη του Αττικού, που τον 2ο αιώνα μ.Χ. χρηματοδότησε την αρχιτεκτονική διαμόρφωση που βλέπουμε σήμερα. Το νερό το αντλούσαν από δεξαμενές στο βάθος των έξι καμαροσκέπαστων θυρών. Ας σημειωθεί ότι η Πειρήνη δεν ήταν η μοναδική κρήνη της αγοράς. Μία δεύτερη κρήνη η «Γλαύκη», με παρόμοια διαμόρφωση, υπήρχε λίγο έξω από τη δυτική πτέρυγα της αγοράς, πίσω από το ναό της Ήρας (C).
Η ανατολική πτέρυγα της Αγοράς έκλεινε με την «Ιουλία Βασιλική», ένα ορθογώνιο οικοδόμημα, όπου ήταν στημένες γλυπτικές εικόνες της Ιουλίας οικογένειας (Ιουλίου Καίσαρος και Αυγούστου). Κάτω από την κτιστή σκάλα της εισόδου σώζεται λίθινη αφετηρία για αγωνίσματα δρόμου από ένα στάδιο που κατελάμβανε τον κεντρικό χώρο της αγοράς, πριν από τα ρωμαϊκά χρόνια και καταστράφηκε το 146 π.Χ. Μία ακριβώς όμοια βασιλική σε κάτοψη και διαστάσεις, βρίσκεται πίσω από τη νότια στοά της αγοράς.
Φαίνεται ότι κατά την ίδρυση της δεύτερης πόλης από τους Ρωμαίους, υπήρξε πρόνοια για αποσυμφόρηση της αγοράς και μεταφορά των εμπορικών δραστηριοτήτων σε άλλο παρακείμενο χώρο, ώστε η αρχαία παραδοσιακή αγορά να αποδοθεί αποκλειστικά σε πολιτική και θρησκευτική χρήση. Η δεύτερη αυτή αγορά βρέθηκε από τους ανασκαφείς βόρεια του ναού του Απόλλωνα και αποτελεί, όπως και η αντίστοιχη ρωμαϊκή αγορά των Αθηνών, ένα τυποποιημένο δημιούργημα. Είναι ένας τετράπλευρος ανοικτός χώρος που πλαισιώνεται από στοές και σειρές όμοιων καταστημάτων. Πιθανόν να στέγαζε την αγορά νωπών τροφίμων.
Κάθε πόλη της αρχαίας Ελλάδας, που ήθελε άξια να φέρει το όνομά της, διέθετε και το δικό της θέατρο. Η Κόρινθος φυσικά δεν αποτελούσε εξαίρεση και κατά το πρότυπο των Αθηνών, διέθετε θέατρο και ωδείο στην ίδια περιοχή, 150 μ δυτικά του ναού του Απόλλωνα, σε μικρή δηλαδή απόσταση από την αγορά.
Το θέατρο της Κορίνθου είχε μακραίωνη ιστορία και υπήρξε τόπος διεξαγωγής ιδιαίτερα δραματικών γεγονότων. Το πρώτο θέατρο της Κορίνθου του οποίου σώζονται ίχνη, κτίστηκε στο σημείο αυτό στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και θα πρέπει να είναι αυτό που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα κατά τις σφαγές των φιλολακώνων κορινθίων το 393 π.Χ. από τους Αθηναίους, Αργείους και Βοιωτούς, που ήθελαν να κρατήσουν την Κόρινθο μακριά από την επιρροή της Σπάρτης. Υπάρχουν επίσης λείψανα ενός άλλου θεάτρου με κτιστή σκηνή του 3ου αιώνα π.Χ., του οποίου οι κερκίδες υπολογίζεται πως μπορούσαν να περιλάβουν 18 χιλιάδες θεατές. Σ’ αυτό το θέατρο είχε εμφανιστεί ενώπιον των Κορινθίων ο Άρατος μετά την επιτυχή επίθεσή του κατά της μακεδονικής φρουράς της Ακροκορίνθου, απελευθερώνοντας την Κόρινθο και δεχόμενος την προσχώρησή της στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Το θέατρο αυτό ανακατασκευάστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και απέκτησε επιβλητική σκηνή. Στην αρχή του 3ου αιώνα μ.Χ. η ορχήστρα του θεάτρου, που είχε φιλοξενήσει τις τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αρένα για θηριομαχίες. Τότε τα χαμηλότερα καθίσματα αφαιρέθηκαν και το ύψος των πρώτων εδωλίων έγινε μεγαλύτερο, για την ασφάλεια των θεατών. Τέλος, ειδικά συστήματα υδροδότησης, μπορούσαν να γεμίζουν την αρένα με νερό, για τη διενέργεια πλασματικών ναυμαχιών μεταξύ των μονομάχων.
Δίολκος Ισθμού Κορίνθου
Λιθόστρωτος δρόμος που χρησιμοποιούταν για την από ξηράς μεταφορά πλοίων, πάνω σε τροχοφόρο όχημα ("Ολκός νεών") από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο και αντιστρόφως.Αποκαλύφθηκε το δυτικό του τμήμα σε μήκος 255 μ. στην πλευρά της Πελοποννήσου και σε μήκος 204 μ. στην Στερεά Ελλάδα, μέσα στις εγκαταστάσεις της Σχολής Μηχανικού.
Το πλάτος του είναι 3,40 - 6,00 μ. Είναι στρωμένος με κανονικούς πώρινους κυβόλιθους και στο μέσον του φέρει δύο αυλακώσεις σε απόσταση 1,50 μ. Στο δυτικό άκρο του κατέληγε σε λιθόστρωτη αποβάθρα.
Η κατασκευή του Διόλκου προέκυψε από την ανάγκη για γρήγορο πέρασμα των πλοίων από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο και αντίστροφα, έγινε στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα και συνδέεται με την τυραννίδα του Περίανδρου στην Κόρινθο. Το δυτικό άκρο του ανακατασκευάσθηκε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα. Χρησιμοποιείτο για τη μεταφορά μικρών, κυρίως πολεμικών σκαφών. Τέτοια χρήση βεβαιώνεται από τις πηγές ως τον 9ο μ.Χ. αιώνα.
Πειρήνη Κρήνη
Το μνημείο οφείλει το όνομά του σύμφωνα με τον μύθο στην νύμφη Πειρήνη, ενώ ένας δεύτερος μύθος το συνδέει με τον Πήγασο. Ενδείξεις χρήσης υπάρχουν από την νεολιθική εποχή, ενώ οι πρώτες διαμορφώσεις χρονολογούνται στους γεωμετρικούς και τους αρχαϊκούς χρόνους.
Κατά τον 2ο αι. π.Χ. περιλάμβανε έξι θαλάμους που παρείχαν πρόσβαση σε τρεις λεκάνες άντλησης. Αυτές τροφοδοτούνταν από τέσσερις τεράστιες δεξαμενές. Την πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο κατασκευάστηκε η πρόσοψή της με δωρικούς ημικίονες που πλαισίωναν τα τοξωτά ανοίγματα μπροστά από τους παλιούς θαλάμους.Λίγο αργότερα ψηλοί τοίχοι περιέβαλαν ορθογώνια αυλή στην βόρεια πλευρά της κρήνης. Στο κέντρο της αυλής διαμορφώθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο η Ύπαιθρος Κρήνη, που τροφοδοτούνταν από μεγάλους αγωγούς κάτω από το δάπεδο της αυλής. Περί το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. κατασκευάστηκε το τρίκογχο κτίσμα της αυλής και αργότερα προστέθηκαν μαρμάρινοι κίονες και διακοσμητικά επιστύλια μπροστά από την πρόσοψη. Στους βυζαντινούς χρόνους κτίστηκε μικρός ναός στη νοτιοδυτική γωνία της αυλής, η οποία σταδιακά επιχώθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ταφής.
Ναός του Απόλλωνα
Ο ναός στο πλάτωμα του βραχώδους λόφου ταυτίζεται με τον αναφερόμενο στις πηγές Ναό του θεού Απόλλωνα. Ο αρχικός ναός που χρονολογείται μεταξύ του πρώιμου 7ου και του πρώιμου 6ου αιώνα π.Χ. ήταν κατασκευασμένος από λίθο, πλίνθους και ξύλινες δοκούς και έφερε βαριά και περίπλοκη τετράρριχτη στέγη από πήλινες κεράμους. Πιθανώς επρόκειτο για απλής μορφής κατασκευή χωρίς εξωτερικούς κίονες, ενώ κατά άλλη άποψη έφερε περίσταση.1755; Ανασκαφές
Περί τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., ανεγέρθηκε στην θέση του κατεστραμμένου αρχικού κτηρίου ένας διπλός εν παραστάσι ναός δωρικού ρυθμού. Έφερε περίσταση από έξι κίονες στις στενές πλευρές και δεκαπέντε στις μακρές, και ήταν προσανατολισμένος στον άξονα Α-Δ. Το κυρίως κτίσμα αποτελείται από πρόναο και οπισθόδομο, με δύο κίονες εν παραστάσι, και σηκό με δύο διαμερίσματα, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους από εγκάρσιο συμπαγή τοίχο με πιθανό ενδιάμεσο άνοιγμα. Το δυτικό δωμάτιο ταυτίζεται με θησαυροφυλάκιο. Δύο σειρές κιόνων διέτρεχαν τα δύο δωμάτια του σηκού, αλλά απομακρύνθηκαν στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν ανακαινίστηκε ριζικά ο ναός. Τμήμα του ανατολικού πτερού καταστράφηκε λόγω της ανέγερσης της κατοικίας του Οθωμανού μπέη της Κορίνθου.
Ασκληπιείο και Κρήνη Λέρνα
ΤΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ
Σε απόσταση 450 περίπου μ. βορείως του λόφου του Ναού του Απόλλωνος, στις βόρειες υπώρειες του Ακροκορίνθου, ανασκάφηκε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το ιερό ? θεραπευτήριο του Ασκληπιού, ένα από τα σημαντικότερα ιερά της πόλης, με διάρκεια ζωής μεγαλύτερη των 800 ετών.
Η επιλογή της θέσης θεωρείται ιδανική λόγω της απόστασης από το κέντρο της Κορίνθου, των δυνατών βοριάδων που πνέουν στην περιοχή καθαρίζοντας την ατμόσφαιρα, και φυσικά λόγω του άφθονου νερού που αντλείται από την γειτονική κρήνη της Λέρνας. Στην θέση αυτή επιβεβαιώνεται η ύπαρξη ενός αρχαϊκού, ανοιχτού τεμένους αφιερωμένου στην λατρεία του Απόλλωνος, δίπλα στο οποίο προστέθηκε περί τον 5ο αιώνα π.Χ. ένα δεύτερο αφιερωμένο στον υιό του Ασκληπιό.
Περί τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., πιθανώς εξαιτίας ενός καταστροφικού σεισμού, το ιερό ανακαινίζεται και στον χώρο οικοδομείται ένας ναός τετράστυλος, πρόστυλος, με πρόδομο και σηκό, προσανατολισμένος στον άξονα Ανατολή ? Δύση, αφιερωμένος στον Ασκληπιό και πιθανώς στην Υγιεία. Το τέμενος οριοθετήθηκε και ο ναός πλαισιώθηκε στα ανατολικά από βωμό θυσιών και θησαυρό, και στα δυτικά από το άβατο, ένα ευρύχωρο κτήριο στο οποίο λάμβανε χώρα η εγκοίμηση. Δύο συμμετρικά λαξευμένοι στον βράχο, ορθογώνιοι λάκκοι, εκατέρωθεν του ναού, ίσως προορίζονταν για τα ιερά φίδια του θεού.
Για την εξυπηρέτηση των πολυάριθμων επισκεπτών του, ο ναός πλαισιώθηκε από στοές, όπου πιθανώς τοποθετούνταν ή αναρτώνταν τα πολυάριθμα αναθήματα των ασθενών. Στα δυτικά του ιερού και αρκετά χαμηλότερα από το πλάτωμά του, μία περίστυλη αυλή κατασκευάστηκε για να στεγάσει την φυσική κρήνη της Λέρνας, το νερό της οποίας ήταν απαραίτητο για την θεραπεία. Εκτός από τις δεξαμενές του καθαρτήριου ύδατος, οι περιμετρικές στοές στέγαζαν εστιατόρια, βαλανείο, καθώς και χώρους ανάπαυλας και αναψυχής για τους καταπονημένους ασθενείς.
Το Ασκληπιείο και η κρήνη της Λέρνας πιθανότατα έπαυσαν την λειτουργία τους λόγω της καταστροφής της πόλης το 146 π.Χ., ωστόσο μετά την επανίδρυση της Κορίνθου ως ρωμαϊκής, αυτοκρατορικής αποικίας το 27 π.Χ. ανακαινίστηκαν και επαναλειτούργησαν. Τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο Παυσανίας, κατά την περιήγησή του στην Κόρινθο αναφέρει έναν ναό του Ασκληπιού, «τα δε αγάλματα Ασκληπιός μεν και Υγεία λευκού λίθου» (Παυσανίας ΙΙ, 4, 5).
ΤΑ ΠΗΛΙΝΑ ΑΝΑΘΗΜΑΤΑ
Τα περίπου 900 πήλινα ομοιώματα ανθρώπινων μελών και οργάνων βρέθηκαν σε επτά συνολικά αποθέτες περιμετρικά του ναού των ελληνιστικών χρόνων. Πρόκειται για χώρους απόρριψης αντικειμένων του πρώιμου ιερού του Απόλλωνος και του Ασκληπιού, οι οποίοι εκτός των πήλινων ομοιωμάτων περιείχαν και πλήθος άλλων αντικειμένων όπως αγγεία, ειδώλια κ.ά.
Τα ομοιώματα χρονολογήθηκαν στο σύνολό τους μεταξύ του τέλους του 5ου και του β΄ μισού του 4ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για ένα μοναδικό σύνολο αναθημάτων, αφιερωμένων από τους ίδιους τους ασθενείς, που είτε είχαν θεραπευτεί από τον θεό ή προσέβλεπαν στην θεραπεία τους. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται ακέραιες κεφαλές ανδρών και γυναικών, ομοιώματα χεριών, ποδιών, ανδρικών γεννητικών οργάνων και γυναικείων μαστών σε φυσικό μέγεθος, ανδρικοί θώρακες, καθώς και ομοιώματα ματιών, αυτιών, γλωσσών, ακόμη και μαλλιών.
Πλασμένα στο σύνολό τους με ντόπιο πηλό, τα ομοιώματα του Ασκληπιείου εντάσσονται στην μακραίωνη και επιτυχημένη παράδοση των κορινθίων κεραμέων, οι οποίοι φιλοτέχνησαν εκτός των άλλων τα περίφημα κορινθιακά αγγεία που ταξίδεψαν σε όλη την Μεσόγειο. Κατά τα φαινόμενα, οι ντόπιοι κεραμείς προσέφεραν εξ αρχής στους επισκέπτες του Ασκληπιείου μία μεγάλη ποικιλία ομοιωμάτων, καλύπτοντας σχεδόν εξολοκλήρου τις ανάγκες των ειδικών παθήσεών τους. Αν και στην πλειονότητά τους δεν διακρίνονται για το άρτιο πλάσιμό τους, ορισμένα εξ αυτών αποδίδουν με εμφανή ρεαλισμό την ασθενή κατάσταση ανθρώπινων σωμάτων, μελών και οργάνων. Η επιλογή των χρωμάτων, λευκού και ερυθρού που κάλυπταν τα περισσότερα εξ αυτών, έχει ερμηνευθεί ως απόπειρα διάκρισης των αναθημάτων που αφιερώνονταν από άνδρες (ερυθρό) και γυναίκες (λευκό). Η θέση του εργαστηριού παραγωγής τους παραμένει άγνωστη έως σήμερα.
Η μοναδικότητα των κορινθιακών αναθημάτων σε συνδυασμό με την ισχυρή κορινθιακή παρουσία στις ελληνικές αποικίες της Ν. Ιταλίας και της Σικελίας, έχει συνδεθεί με την ανάθεση πήλινων ομοιωμάτων σε ετρουσκικά και ιταλιωτικά ιερά ? θεραπευτήρια, όπως αυτό της Diana Nemorensis στο Nemi της κεντρικής Ιταλίας, στους Veii, αλλά και το Ασκληπιείο στο νησί του Τίβερη.
Ναός Ε (Οκταβίας)
Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα σωζόμενα δείγματα ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Κατά την πρώτη οικοδομική φάση του, ο ναός ήταν δωρικός με πρόσταση έξι κιόνων και διέθετε λίθινη θεμελίωση, πιθανότατα με τριβαθμιδωτό κρηπίδωμα. Το τέμενος οριοθετούνταν με τοίχο στα δυτικά και στοές προς βορρά και νότο.
Περί τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ., ο πρώιμος ναός αντικαταστάθηκε από έναν νέο, μαρμάρινο, κορινθιακού ρυθμού, με περίσταση 6 x 12 κιόνων επί υψηλού βάθρου. Περιλάμβανε επιμήκη σηκό και πρόναο με δύο κίονες εν παραστάσι στον οποίο οδηγούσε κλίμακα.
Το επιστύλιο της ανατολικής πλευράς έφερε λατινική επιγραφή με ένθετα, χάλκινα γράμματα. Το ορθογώνιο τέμενος του ναού οριοθετούσαν στοές. Ο ναός ήταν πιθανώς αφιερωμένος στην λατρεία της Τριάδας του Καπιτωλίου (Jupiter, Juno, Minerva) ή στην λατρεία της αυτοκρατορικής οικογένειας, ενώ κατά τον Παυσανία εκεί λατρευόταν η αδελφή του Οκταβιανού Αυγούστου Οκταβία.
Βήμα Αποστόλου Παύλου (Ρωμαϊκής Αγοράς)
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κόρινθο, ο Απόστολος Παύλος οδηγήθηκε ενώπιον του ανθυπάτου Γαλλίωνος, διοικητή της Κορίνθoυ, με την κατηγορία ότι κήρυττε «παράνομες δοξασίες». Ο Γαλλίων ωστόσο αρνήθηκε να τον δικάσει ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο για εσωτερική υπόθεση της εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Σύμφωνα με την ιερή παράδοση, ο χώρος, στον οποίο οδηγήθηκε ο Παύλος είναι το Βήμα, η μεγάλη εξέδρα που βρισκόταν στο κέντρο της Ρωμαϊκής Αγοράς της Αρχαίας Κορίνθου, από όπου οι αξιωματούχοι απευθύνονταν στους πολίτες. Προφανώς, λόγω της σύνδεσής του με τον Απόστολο το Βήμα μετατράπηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο σε χριστιανικό ναό.Η μερική αναστήλωση του Βήματος της Ρωμαϊκής Αγοράς χρηματοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Δυτικής Ελλάδος-Πελοποννήσου-Ιονίων Νήσων 2007-2013» (ΕΣΠΑ) και υλοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα 2011 - 2013, από τη ΛΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στο πλαίσιο του έργου «Στερέωση, Συντήρηση, Αναστήλωση και Ανάδειξη Μνημείων Αρχαίας Κορίνθου».
Ο Απόστολος Παύλος στην Κόρινθο
O Απόστολος Παύλος είναι γνωστός και ως «Απόστολος των Εθνών» λόγω των μεγάλων περιοδειών του στην ανατολική Μεσόγειο για τη διάδοση του Χριστιανισμού. Στο πλαίσιο αυτών επισκέφθηκε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου (Σαμοθράκη, Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα), μεταξύ των οποίων και την Κόρινθο.
Η Κόρινθος, αυτοκρατορική αποικία και πρωτεύουσα της επαρχίας της Αχαΐας (Πελοπόννησος και Στερεά Ελλάδα), γνώριζε ιδιαίτερη ακμή κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Ο Απόστολος Παύλος έφθασε στην πόλη στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. και φιλοξενήθηκε στο σπίτι των Ιουδαίων Ακύλα και Πρισκίλλας. Ξεκίνησε να εργάζεται μαζί τους ως σκηνοποιός και παράλληλα κήρυττε το Ευαγγέλιο στους Εβραίους της πόλης. Εξαιτίας, όμως, της έντονης αντίδρασης μέρους της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας της πόλης, αποφάσισε να στραφεί προς τους Εθνικούς, αρκετοί εκ των οποίων ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό. Μετά από ενάμιση περίπου χρόνο παραμονής του στην Κόρινθο, έφυγε για την Έφεσο, έχοντας αφήσει πίσω του μία μεγάλη Εκκλησία, ενώ συνέχισε να διατηρεί στενές επαφές με τα μέλη της, απευθύνοντάς τους ορισμένες από τις γνωστότερες επιστολές του, τις λεγόμενες «προς Κορινθίους».
Ωδείο
Το Ωδείο κατασκευάστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. στην ρωμαϊκή αυτοκρατορική αποικία της Κορίνθου, για να φιλοξενεί Μουσικούς και ρητορικούς αγώνες. Η χωρητικότητά του άγγιζε τα 3.000 άτομα. Ανακαινίστηκε στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., πιθανόν με χρήματα του περίφημου ευεργέτη και φιλοσόφου Ηρώδη του Αττικού, ενώ τον 3ο αιώνα μ.Χ. μετατράπηκε σε αρένα για θηριομαχίες. Καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ.
Αμφιθέατρο
Σε απόσταση 1.200 μ. βορειοανατολικά του λόφου του Ναού του Απόλλωνα εντοπίζεται το μη ανεσκαμμένο Αμφιθέατρο της ρωμαϊκής Κορίνθου.Από την ελλειψοειδή κατασκευή του 1ου αιώνα μ.Χ., διακρίνεται σήμερα μία βαθιά κοιλότητα, διαστάσεων 100 x 70 μ. Το μνημείο, μερικώς λαξευμένο στον φυσικό βράχο, κατασκευάστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Ιερό Δήμητρας και Κόρης
Πρόκειται ίσως για το σημαντικότερο ιερό της Κορίνθου και ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση στον ελλαδικό χώρο. Κατά την πρώτη φάση του, ο χώρος του ιερού διαιρείται από κλίμακα που οδηγεί εκατέρωθεν σε σαράντα (40) χώρους εστίασης που χρονολογούνται στους αρχαϊκούς ? κλασικούς χρόνους.Ο λατρευτικός χώρος αρχικά περιλάμβανε αυλή με μικρό ναό (οίκο) στο ένα άκρο και υπερυψωμένο άνδηρο με βωμό για θυσίες στη μια πλευρά. Κατά την επόμενή φάση που χρονολογείται περί τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. ο χώρος αναδιατάσσεται. Η πρόσβαση πλέον γινόταν από ένα δωρικό πρόπυλο, ο ναός μεταφέρθηκε σε έξαρμα του βράχου, ενώ προστέθηκε και ένα μικρό θέατρο, χωρητικότητας εκατό (100) περίπου θεατών. Στην θέση του παλαιότερου ναού κατασκευάστηκε στοά. Το ιερό παύει να χρησιμοποιείται μετά το 146 π.Χ. Ο χώρος αρχίζει να επαναχρησιμοποείται περί τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. Τον 1ο αιώνα μ.Χ. οι χώροι εστίασης και η κλίμακα καλύφθηκαν, το πρόπυλο διευρύνθηκε και χτίστηκαν τρεις μικροί ιωνικοί ναοί. O κεντρικός ναός έφερε ψηφιδωτό δάπεδο. Ένας από τους χώρους εστίασης κάτω από το πρόπυλο μετατράπηκε σε κτήριο ρωμαϊκής λατρείας, όπου αφιερώνονταν κατάδεσμοι (κατάρες). Το ιερό εγκαταλείφθηκε προς τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., ενώ από τον 6ο αιώνα μ.Χ. τμήμα του κατελήφθη από νεκροταφείο κεραμοσκεπών και κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων.
Θέατρο
Η πρώτη από τις οικοδομικές φάσεις του θεάτρου ανάγεται στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. Περιλάμβανε μόνιμα καθίσματα και η σκηνή του ήταν ξύλινη. Κατά την ελληνιστική περίοδο, προστέθηκε νέα ορχήστρα και σκηνικό οικοδόμημα. Τον πρώιμο 1ο αιώνα μ.Χ. η κλίση των καθισμάτων έγινε πιο απότομη και στο ανώτερο τμήμα της τοποθετήθηκε σκεπαστή στοά. Το κτήριο της σκηνής ανακατασκευάστηκε περί τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. αποκτώντας τριώροφη πρόσοψη με κιονοστοιχία και ανάγλυφα κάτω από τους κίονες. Κατά την ύστερη αρχαιότητα η θεατρική αισθητική άλλαξε και η ορχήστρα του Θεάτρου μετατράπηκε σε αρένα μονομαχιών. Οι χαμηλότερες θέσεις της ορχήστρας αφαιρέθηκαν ώστε να δημιουργηθεί κάθετο παραπέτασμα που διαχώριζε το κοινό από τους μονομάχους. Το παραπέτασμα αυτό ήταν διακοσμημένο με τοιχογραφίες. Αργότερα, η ορχήστρα επικαλύφθηκε με αδιάβροχο κονίαμα, προκειμένου να παρουσιάζονται θεατρικές ναυμαχίες. Στην αυλή που βρίσκεται ανατολικά της σκηνής εντοπίζεται λίθος του δαπέδου, σε δεύτερη χρήση, που φέρει λατινική επιγραφή με αναφορά στον aedilis (οικονομικό διαχειριστή) της πόλης Έραστο. Ο χώρος του θεάτρου συνέχισε να χρησιμοποιείται έως και τους βυζαντινούς χρόνους.
Γλαύκη Κρήνη
Η Κρήνη Γλαύκη προβάλλει ως ένας τετραγωνισμένος όγκος φυσικού βράχου, που προέκυψε από την απολάξευση της δυτικής ράχης του λόφου του Ναού του Απόλλωνα. Η Γλαύκη αποτελείται από τέσσερις μεγάλες δεξαμενές και τρεις λεκάνες άντλησης, φέρει δε αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη πρόσοψη. Παρόλο που η πρόσοψη είναι σήμερα κατεστραμμένη, διακρίνονται ακόμη οι εγκοπές του στηθαίου που αποτελούσε την πρόσθια όψη των λεκανών άντλησης.
Το βαθύ άνοιγμα στο βράχο μπροστά από τις λεκάνες άντλησης χρησίμευσε στη απομάκρυνση των λίθων κατά την κατασκευή των δεξαμενών και πιθανότατα επιχώθηκε όταν λειτούργησε η κρήνη. Ακριβώς στα βόρεια, λίγες βαθμίδες χαμηλότερα από την πρόσοψη βρισκόταν μικρή αυλή, η οποία κατά τη ρωμαϊκή εποχή διαστρώθηκε με πλακίδια.
Η Κρήνη συνδέεται με τον μύθο της Γλαύκης, κόρης του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, η οποία επρόκειτο να παντρευτεί τον ήρωα Ιάσονα. Ωστόσο, η μάγισσα Μήδεια, η οποία είχε ήδη ακολουθήσει τον Ιάσονα από την Κολχίδα στην Ελλάδα, μετά την Αργοναυτική εκστρατεία και είχε κάνει δύο παιδιά μαζί του, εκδικήθηκε την νεαρή κοπέλα προσφέροντάς της δηλητηριασμένο γαμήλιο πέπλο. Όταν η Γλαύκη φόρεσε τον πέπλο, εκείνος ανεφλέγη και στην προσπάθειά της να σωθεί, έπεσε μέσα στην πηγή, η οποία έκτοτε φέρει το όνομά της.Source/Photos/Bibliography
Ancient Greece: Social and Historical Documents from Archaic Times to the Death of SocratesLavezzi, J. C. (2003). "Corinth before the Myceneans". Corinth. 20: 63–74.
Blegen, C. W. (1920). "Corinth in Prehistoric Times". American Journal of Archaeology. 24 (1): 1–13. JSTOR 497547.
Dunbabin, T. J. (1948). "The Early History of Corinth". Journal of Hellenic Studies. 68: 59–69. doi:10.2307/626300.
Pausanias, Description of Greece ii. 1.6 and 4.7.
Diodorus Siculus, 7.9.6; Pausanias 2.4.4.
Histories, Herodotus, Book 5.92 E
His mother had been of the Bacchiadae, but she was lame and married outside the clan.
Economics, Book 2. 1346a, Aristotle
Salmon, J. B. (1984). Wealthy Corinth. A History of the City to 338 B.C. Oxford: Clarendon Press. ISBN 0-19-814833-X.
An etiological myth-element to account for the name Cypselus (cypsele, "chest")
Pausanias, 5.18.7.
Histories, Herodotus, Book 5.92F
Diogenes Laertius, i. 13.
Histories, Herodotus, Book 3.52
Histories, Herodotus, Book 3.53
Herodotus relates that Arion the harpist was sailing home on a Corinthian vessel when the crew decided to rob and kill him. He begged them to let him sing a last song before killing him. He threw himself overboard and escaped to Taernarus on the back of a dolphin. He presented himself to Periander, who then condemned the sailors (Herodotus Histories Book 1.24).
Thucydides 1:13
Thucydides, Book 1:13
Stone, Jon R. (2004). The Routledge Dictionary of Latin Quotations. p. 76. ISBN 0-415-96909-3.
Histories, Herodotus, Book 7:202
Histories, Book 9:88, Herodotus
Lazenby, p. 248–253
Brian Todd Carey, Joshua Allfree, John Cairns. Warfare in the Ancient World Pen and Sword, 19 jan. 2006 ISBN 1848846304
Histories, Herodotus, Book 9:105
The Peloponnesian War, Thucydides, Book 1:29
The Peloponnesian War, Thucydides, Book 1:45
Thucydides, Book 1, "The dispute over Corcyra", 50
Thucydides, Book 6:73
Thucydides, Book 6:88
especially the latter part, the Decelan War
On The Crown Book 18.96
On the Peace, Isocrates, Speech 68, section 68
Hellenica, Books 3–7, Xenophon
Nicomachean Ethics, Book 3.8
Demosthenes Against Leptines 20.52–20.53
Philippic I, Book 4.24
Shipley, G. 2000. The Greek World After Alexander 323-30 BC. London: Routledge
Josiah Russell, in "Late Ancient and Medieval Population", estimates 50,000 people in Roman Corinth.
Acts 18:12
Paul and Barnabas had said the same thing to the Jews of Antioch in Acts 13:46
Bryant, T. A. (1982). Today's Dictionary of the Bible. Bethany House Publishers, NY.
Orr, William F. and James Arthur Walther (1976). 1 Corinthians: A New Translation (Anchor Bible). Doubleday, p. 120.
Gregory, Timothy E. (1991). "Corinth". In Kazhdan, Alexander. Oxford Dictionary of Byzantium. London and New York: Oxford University Press. pp. 531–533. ISBN 978-0-19-504652-6.
Hill, Burt Hodge, Corinth I. vi: The Springs, Peirene, Sacred Spring, Glauke. Princeton, 1964.
H.N. Fowler and R. Stillwell, Corinth I, Introduction, Topography, Architecture, American School of Classical Studies at Athens, Cambridge, Mass. 1941, pp. 89-91; figs. 54-56.K. Welch, "Negotiating Roman Spectacle Architecture in the Greek World: Athens and Corinth," in The Art of Ancient Spectacle, B. Bergmann and C. Kondoleon, eds, Yale University Press, 2000, pp. 125-145.
Hellenic Air Force, 1963, Courtesy Corinth Excavations, American School of Classical Studies.
Corinth Computer Project, 2000 .
Abel Blouet, Expédition Scientifique de Morée, Paris, 1831-1838, 3, pl. 77, fig. II.
Richard Stillwell, Corinth II, The Theater, ASCSA, Princeton, 1952, fig. 77, p. 89.
ibid. fig. 80, p. 91.
Corinth I, Introduction, Topography, Architecture, ASCSA, Harvard University Press, 1932, fig. 56, p. 90.
ibid. fig.
Corinth Computer Project, 2000.
Anderson, J.K. "Temple E Northwest, Preliminary Report, 1965." Hesperia 36 (1967).
Roux, G. Pausanias en Corinthie. Paris, 1958, 112-116; 126-7.
Scranton, R.L. Corinth I, iii; Monuments in the Lower Agora and North of the Archaic Temple. Princeton, 1951.
Stillwell, R., R.L. Scranton, S.E. Freeman. Corinth I, ii; Architecture. Cambridge, 1941.
Walbank, M. "Pausanias, Octavia, and Temple E at Corinth." BSA 84 (1989) 361-94.
Williams, C.K., II. "A Re-evaluation of Temple E and the West End of the Forum at Corinth." In S. Walker and A. Cameron, eds. The Greek Renaissance in the Roman Empire. Institute of Classical Studies, University of London Bulletin, Supplement 55 (1989), 156-162.
https://bunkerwrites.com
Williams, C.K., II. "The Refounding of Corinth: some Roman Religious Attitudes." In S. Macready and F. H. Thompson eds. Roman Architecture in the Greek World. The Society of Antiquaries of London Occasion Papers (New Series) 10, (1987) 26-37.
Results of the American School of Classical Studies Corinth Excavations published in Corinth Volumes I to XX, Princeton.
Excavation reports and articles in Hesperia, Princeton.
Partial text from Easton's Bible Dictionary, 1897
http://culture.gr
Will, E. Korinthiaka. Recherches sur l'histoire et la civilisation de Corinthe des origines aux guerres médiques. Paris : de Boccard, 1955.
Adkins, Lesley and Roy A. Adkins. Handbook to Life in Ancient Greece. New York: Facts on File. 1997.
Alcock, Susan E. and Robin Osborne (ed.s). Classical Archaeology Malden: Blackwell Publishing. 2007.
https://en.wikipedia.org/
Del Chiaro, Mario A (ed). Corinthiaca: Studies in Honor of Darrell A. Amyx. Columbia: University of Missouri Press. 1986.
Grant, Michael. The Rise of the Greeks. New York: Macmillan Publishing Company. 1987.
Hammond, A History of Greece. Oxford University Press. 1967. History of Greece, including Corinth from the early civilizations (6000–850) to the splitting of the empire and Antipater's occupation of Greece (323–321).
http://corinth.sas.upenn.edu/
Kagan, Donald. The Fall of the Athenian Empire. New York: Cornell University Press. 1987.
Salmon, J. B. Wealthy Corinth: A History of the City to 338 BC. Oxford: Clarendon Press. 1984.
Dixon, M. Late Classical and Early Hellenistic Corinth: 338-196 BC. London: Routledge. 2014.
British Admiralty charts: BA1085, BA1093, BA1600
http://www.ascsa.edu.gr/
Williams, C.K., "Corinth 1983. The Route to Sikyon." Hesperia 53 (1984) 101-104.
Williams, C.K., II and Orestes H. Zervos. "Excavations at Corinth, 1989. The Temenos of Temple E." Hesperia 59 (1960) 325-369, Plates 57-68
Hill, Burt Hodge. Corinth I, vi; The Springs: Peirene, Sacred Spring, Glauke. Princeton, 1964.
Richardson, Rufus B., "Pirene [sic]," American Journal of Archaeology IV (1900) 204-239.
Richardson, Rufus B., "Report of the Director: 1898-99," American Journal of Archaeology III (1899) 679-686.
https://www.britannica.com
Richardson, Rufus B., "The Excavations at Corinth in 1898: Preliminary Report," American Journal of Archaeology II (1898) 233-236.
Richardson, Rufus B., "The UPAITHROS KRHNH of Pirene," American Journal of Archaeology VI (1902) 321-326.
Tobin, Jennifer. The Monuments of Herodes Atticus. Dissertation in Classical Archaeology, University of Pennsylvania, 1991.
Wiseman, James, "Corinth and Rome I: 228 B.C.-A.D. 267," ANRW II.7.1, 1979, 438-548.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου