Δεν είναι παράδοξο που η φιλοσοφία του έρωτα εμφανίστηκε κατ’ αρχάς στην Αρχαία Ελλάδα αφού εκεί η φιλοσοφία είχε διαχωριστεί πολύ νωρίς από τη θρησκεία. Ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας θα συνθέσουν τις δύο διαστάσεις του έρωτα, την ανωριμότητα και τη σοφία, και πάνω σ’ αυτή τη σύνθεση θα βασιστεί κατ’ αρχάς ο έρωτας στη Δύση. Ωστόσο, θεωρείται ότι η δυναμική κίνηση που αποσπά τον μανιακό ερωτισμό από τη διαστροφή για να τον εξυψώσει στην κορυφή της εξιδανίκευσης προέρχεται από την αγωγή και τη φιλοσοφία.
Πολύ ενδιαφέρον είναι ότι το ρήμα ΑΓΑΠΩ, σε καμία άλλη γλώσσα του κόσμου δεν αρχίζει από το πρώτο γράμμα του αλφαβήτου και δεν τελειώνει με το τελευταίο. Μέσα σ’ αυτό εμπεριέχονται όλα, η αρχή και το τέλος.
Ο πρώτος φιλόσοφος του έρωτα, ο Πλάτων, υπήρξε και ποιητής. Έλεγε ότι η έλξη αυτή ήταν η σύνθεση δύο επιθυμιών οι οποίες συνενώνονται σε μία: την επιθυμία του κάλλους και της αθανασίας. Ποθούμε δηλαδή, ένα ωραίο σώμα γιατί επιθυμούμε να διαιωνιστούμε μέσω ωραίων παιδιών. «Ο έρωτας δεν είναι επιθυμία ομορφιάς, είναι δίψα πληρότητας»[1]. Επίσης πίστευε ότι ο έρωτας εκτός από πολύπλοκη, ανθρώπινη επιθυμία, λειτουργεί ως ανέλπιστος σύμμαχος στο δρόμο για την αληθινή φιλοσοφία. Κι αυτό γιατί βαδίζοντας στην κλίμακα της ερωτικής ανάβασης, καταλήγεις στην επιδίωξη του ιδανικού.
Φυσικά δεν αντιλαμβανόταν τον έρωτα όπως εμείς σήμερα και θα σκανδαλιζόταν με αυτό που εμείς ονομάζουμε έρωτα. Ορισμένες από τις εκδηλώσεις του όπως η εξιδανίκευση της μοιχείας, η αυτοκτονία και ο θάνατος θα του προκαλούσαν αποστροφή και άλλες, όπως η λατρεία της γυναίκας, θα τον είχαν αφήσει άναυδο. Και όσο για τους ιδανικούς έρωτες, όπως του Δάντη για τη Βεατρίκη ή του Πετράρχη για τη Λάουρα, θα τους θεωρούσε ασθένειες ψυχής. Στην πραγματικότητα, για τον Πλάτωνα, ο έρωτας δεν είναι μια σχέση, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, αλλά μια μοναχική περιπέτεια από την οποία αποκλείεται η γυναίκα ως πρόσωπο που έχει γνώμη και διαμορφώνει τα πράγματα. (“Η Διπλή Φλόγα”, Οτάβιο Παζ).
«Η πιο εντυπωσιακή διάκριση ανάμεσα στην ερωτική ζωή της αρχαιότητας και τη δική μας έγκειται αναμφίβολα στο γεγονός πως οι αρχαίοι έδιναν μεγαλύτερη σημασία στο ίδιο το ένστικτο, ενώ εμείς δίνουμε έμφαση στο αντικείμενό του. Οι αρχαίοι εκθείαζαν το ένστικτο και ήταν προετοιμασμένοι για χάρη του να τιμήσουν ακόμη κι ένα κατώτερο αντικείμενο, ενώ εμείς περιφρονούμε την ενστικτώδη δραστηριότητα αυτή καθαυτή και τη δικαιολογούμε μόνο ανάλογα με τα προσόντα του αντικειμένου».
(S.Freud Τρεις πραγματείες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας)
Ο Σωκράτης ορίζει το αντικείμενο της επιθυμίας για εκείνον που το βιώνει με όρους έλλειψης: «ό,τι δεν είναι στη διάθεσή του και ό,τι δεν είναι παρόν και ό,τι δεν κατέχει και ό,τι δεν είναι ο ίδιος και ό,τι του λείπει».
Οι αρχαίοι Έλληνες, από τη μέση αρχαϊκή περίοδο και μετά, διέφεραν από τους αρχαίους Αιγύπτιους, Εβραίους και Ασσυρίους επειδή θεωρούσαν το σεξουαλικό πόθο των ενήλικων ανδρών για ωραίους ανήλικους άρρενες φυσικό και ομαλό, επειδή αρνούντο ότι η εκπλήρωσή του με την ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή ήταν per se εκτεθειμένη σε θρησκευτικές, νομικές ή ηθικές αντιρρήσεις, επειδή απέδιδαν βιώματα ομοφυλοφιλικού πόθου και σεξουαλικής επαφής σε θεούς και ήρωες και θεωρούσαν τις ομοφυλοφιλικές τους σχέσεις υλικό κατάλληλο για την τέχνη και τη λογοτεχνία κι επειδή χρησιμοποιούσαν ελεύθερα εκφράσεις όπως, είμαι ερωτευμένος, ερωτεύομαι, κυνηγώ, πιάνω, ξελογιάζω, παραδίνομαι και άλλες παρόμοιες για ομοφυλοφιλικές και ετεροφυλοφιλικές σχέσεις εξίσου. Στη λογοτεχνία και στην τέχνη οι ερωτικές σχέσεις αναπαρίστανται με εικόνες αρπαγής, μάχης, πτήσης και καταδίωξης.
Το λεξιλόγιο αυτό δεν χρησιμοποιείται από τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Αρχίλοχο ή τον Τυρταίο γιατί τότε η ομοφυλοφιλία ήταν ακόμη συγκαλυμμένη. Η μετάβαση σε φανερή έγινε με τη Σαπφώ, τον Αλκμάνα, τον Αλκαίο και τον Σόλωνα και αστραπιαία έγινε σημαντικό θέμα στις εικαστικές τέχνες.
Ήταν λοιπόν, σαφές ότι οι πιο αρρενωποί άνδρες είχαν ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Κάθε ώριμος άνδρας, που ονομάζεται εραστής, ακόμα κι αν είναι παντρεμένος με μία ή πολλές γυναίκες, μπορεί να αναλάβει την πνευματική και σεξουαλική εκπαίδευση ενός εφήβου που ονομάζεται ερωμένος. Η διαδικασία προσέγγισης ακολουθούσε πρωτόκολλο που ρύθμιζε το ρυθμό των ερωτοτροπιών και την ανταλλαγή δώρων. Η διείσδυση καθόριζε τους ρόλους. (Στη γυναικεία ομοφυλοφιλία οι σχέσεις ήταν πιο ισοδύναμες).
«Αυτό που προκαλούσε τον έρωτα ενός άνδρα δεν ήταν ο αρρενωπός χαρακτήρας ενός αγοριού, αλλά η σωματική του ομοιότητα με τη γυναίκα, καθώς επίσης και οι θηλυκές του ψυχικές ιδιότητες – η ντροπαλότητά του, η σεμνότητά του και η ανάγκη του για διδασκαλία και βοήθεια. Μόλις το αγόρι γινόταν άνδρας έπαυε να αποτελεί σεξουαλικό αντικείμενο των ανδρών και γινόταν, ίσως, και ο ίδιος εραστής αγοριών. Στην περίπτωση αυτή, επομένως, όπως και σε πολλές άλλες, το σεξουαλικό αντικείμενο δεν είναι κάποιος του ιδίου φύλου, αλλά κάποιος που συνδυάζει τους χαρακτήρες και των δύο φύλων. Είναι σαν ένα είδος συμβιβασμού ανάμεσα σε μια παρόρμηση που επιζητεί έναν άνδρα και σε μια παρόρμηση που επιζητεί μια γυναίκα, με τη ρητή ωστόσο προϋπόθεση ότι το σώμα του σεξουαλικού αντικειμένου (δηλαδή τα γεννητικά όργανα) θα είναι αρσενικό. Έτσι, το σεξουαλικό αντικείμενο είναι ένα είδος αντανάκλασης της ίδιας της αμφιφυλόφιλης φύσης του υποκειμένου».
(S.Freud Τρεις πραγματείες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας)
Οι αναπαραστάσεις ενδιαφέρονται κυρίως για τη μονοδρομική σχέση, όπου ο ενήλικας άνδρας ποθεί, κυνηγά και πιάνει τον ανήλικο, ενώ ο ανήλικος μπορεί να παραδοθεί από αγάπη και θαυμασμό για τον ενήλικο, αλλά δεν δοκιμάζει πόθο ή διέγερση.
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο νομοθέτης Λυκούργος όρισε ένα πολύ περίεργο έθιμο για τους νεαρούς Σπαρτιάτες την παραμονή του γάμου τους: ο γαμπρός όφειλε να περάσει την πρώτη νύχτα του γάμου με τη νύφη, η οποία ξυριζόταν και ντυνόταν σαν αγόρι, έτσι ώστε η μετάβαση από την ομοφυλοφιλία στην ετεροφυλοφιλία να γίνει ομαλά. Στην Κρήτη υπήρχε έθιμο για τους νέους να κλέβουν ένα αγόρι και να φεύγουν για να μείνουν μαζί του για κάποιους μήνες προτού επιστρέψουν στην κοινότητα. Η παιδεραστία στη Σπάρτη και την Κρήτη, απ’ ό,τι φαίνεται, ενίσχυε την πίστη και τη δύναμη των πολεμιστών, ενώ για τους Αθηναίους η εκπαίδευση και η καθοδήγηση ήταν το κίνητρο της αγάπης του γηραιότερου προς τον νεότερο. Ο αμοιβαίος πόθος ενήλικων ανδρών όμως, ήταν σπάνιο φαινόμενο και θεωρείτο αναξιοπρεπής και υποτιμητικός και η υιοθέτηση του παθητικού ρόλου κατά την ώριμη ηλικία επέσυρε τη γελοιοποίηση, την περιφρόνηση και την εχθρότητα. Βέβαια, οι Έλληνες αναγνώριζαν ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι περισσότερο ομοφυλόφιλοι από άλλους. Λογικό συμπέρασμα πάντως είναι ότι η ελληνική ομοφυλοφιλία δεν ήταν πραγματική ομοφυλοφιλία, αλλά παιδεραστία -ο νέος έπρεπε να έχει φτάσει στο μέγιστο ύψος του και να έχει βγάλει γένια- και η κοινωνία έδειχνε κατανόηση στην ελεύθερη έκφραση των ομοφυλοφιλικών επιθυμιών και απολάμβανε τη χρησιμοποίηση σχετικών θεμάτων στο γραπτό λόγο και στις εικαστικές τέχνες. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να το δούμε σε σχέση με την εποχή που τα κορίτσια επίσης παντρεύονταν γύρω στα δεκατέσσερα και ο μέσος όρος ζωής ήταν πολύ χαμηλότερος από τώρα. Έτσι η παιδεραστία των αρχαίων ελλήνων δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή και δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία.
Βέβαια, είναι αναχρονισμός να εφαρμόζεται ο όρος «ομοφυλοφιλία» στην Αρχαία Ελλάδα. Η έννοια είναι πρόσφατη καθώς εμφανίστηκε στην ψυχιατρική του 19ου αιώνα. Ο αρχαίος ερωτισμός διαφοροποιούσε περισσότερο τις παθητικές ή ενεργητικές στάσεις παρά τη θηλυκή ή την αρσενική σεξουαλική ταυτότητα. Ωστόσο, το πρωτείο της τεκνοποίησης παραμένει βασικό κριτήριο που προωθεί την αναπαραγωγή καταδικάζοντας την παθητικότητα και σε συνδυασμό μ’ αυτήν, τη σοδομία.
Το θέμα της ομοφυλοφιλίας είναι πλούσια τεκμηριωμένο καθώς ολόκληρη η ελληνική τέχνη, η λογοτεχνία, το αρχειακό υλικό, με εξαίρεση λιγοστής ποίησης, είναι έργο ανδρών.
(βλ. «Η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα», του K.J.Dover, την Αττική κωμωδία- τον Αριστοφάνη και τους σύγχρονούς του-, το “Συμπόσιο” και τον “Φαίδρο” του Πλάτωνα και το “Κατά Τιμάρχου” του Αισχίνη- στο οποίο διαπραγματεύεται το νόμο της απαγόρευσης συμμετοχής στην πολιτική ζωή σε όποιον είχε δεχτεί χρήματα ή αγαθά ως αμοιβή για ομοφυλοφιλική χρήση του σώματός του- και την ομοφυλοφιλική ποίηση των Ελληνιστικών χρόνων).
Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε ελάχιστα στοιχεία στη διάθεσή μας για τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Λέγεται ότι οι θεοί του Ολύμπου έστειλαν τον Τειρεσία να ζήσει στον κόσμο επτά χρόνια ως γυναίκα και στη συνέχεια ως άνδρας. Επιστρέφοντας ανέφερε την εμπειρία του στον Δία: οι γυναίκες το απολαμβάνουν πιο πολύ. Ο Δίας δυσαρεστήθηκε τόσο πολύ που του στέρησε το φως.
Αυτό που σίγουρα ξέρουμε είναι ότι η Αθηναϊκή κοινωνία γενικά έτρεφε περιφρονητικές απόψεις για τη διανοητική ικανότητα και αντοχή των γυναικών. Ο Διογένης κάποτε, βλέποντας μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά, αναφωνεί περιχαρής «Μακάρι να είχαν όλα τα δέντρα τέτοιους καρπούς». Ο Σοφοκλής πίστευε ότι «το καλύτερο στολίδι για μια γυναίκα είναι η σιωπή». Ο Αριστοφάνης γράφει στους Σφήκες: «Το αγόρι δείχνει ευγνωμοσύνη ενώ η γυναίκα δεν έχει μόνιμο σύντροφο. Αγαπά τον άντρα της στιγμής».
Οι γυναίκες στην αρχαία Αθήνα ήταν αποκλεισμένες από όλες τις μορφές δημόσιας κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας καθώς δεν είχαν την ιδιότητα του πολίτη. Συμμετείχαν μόνο σε κάποιες θρησκευτικές γιορτές και τελετουργίες και περνούσαν ολόκληρη σχεδόν τη ζωή τους κλεισμένες στο σπίτι τους. Μόνο οι πολύ φτωχές αναγκάζονταν να δουλέψουν σε επαγγέλματα όπως αυτό της μαμής, της νοσοκόμας, της πωλήτριας στην αγορά τροφίμων, της χορεύτριας και της αυλητρίδας και φυσικά της πόρνης. Δεν είχαν κληρονομικά δικαιώματα ούτε δικαίωμα ιδιοκτησίας και σ’ όλη τους τη ζωή βρίσκονταν υπό την απόλυτη εξουσία κάποιου άνδρα – πρώτα του πατέρα και μετά του συζύγου. Γι’ αυτό και σχεδόν πάντα δεν αναφέρονταν σ’ αυτές με το μικρό τους όνομα αλλά με το όνομα του πλησιέστερου αρσενικού της οικογένειας. Τις πάντρευαν χωρίς τη συγκατάθεσή τους γύρω στα δεκατέσσερα, συχνά με πολύ μεγαλύτερους σε ηλικία άνδρες για να έχουν λιγότερες αξιώσεις για προίκα. Η γέννηση κοριτσιού ήταν πολύ δυσάρεστο γεγονός, ειδικά για τις φτωχές οικογένειες (γιατί αργότερα θα έπρεπε να την προικίσουν) και γι’ αυτό συχνά εγκατέλειπαν τα θηλυκά μωρά έξω από ναούς.
Ο προορισμός των γυναικών ήταν να φροντίζουν τα του οίκου και να φέρνουν στον κόσμο απογόνους. Έτσι, οι περισσότεροι έλληνες πολίτες έχουν μια σύζυγο που κρατάει το σπίτι τους, γεννάει και μεγαλώνει τα παιδιά τους, παλλακίδες, τις οποίες αποκτούσαν ή απήγαγαν, αλλά και εταίρες οι οποίες ήταν οι πιο αξιοσέβαστες και ακριβοπληρωμένες. Υπήρχαν βέβαια και οι πόρνες για τους πιο φτωχούς.[2]
Ο Δημοσθένης εξηγεί «ότι έχουν τις εταίρες για την ηδονή τους, τις παλλακίδες για την καθημερινή φροντίδα του σώματος και τις συζύγους για να δίνουν νόμιμα παιδιά και για να φροντίζουν με αφοσίωση τα σχετικά με το σπίτι».
Η κυρίαρχη συμβολική εικόνα της γυναίκας στην κλασσική κουλτούρα είναι αυτή ενός χωραφιού που οργώνεται και σπέρνεται. Εικόνα που συνδύαζε τα στοιχεία της ανισότητας, της διείσδυσης και της αντικειμενοποίησης. Η σπορά και το όργωμα χρησιμοποιείται στην τέχνη και στη λογοτεχνία ως μεταφορά της σεξουαλικής πράξης που έχει όμως σκοπό τη γέννηση νόμιμων παιδιών. Στον αντίποδα έχουμε το παιχνίδι που παραπέμπε στην απόλαυση.
Τα στερεότυπα για τη γυναίκα μοιάζουν με τα σημερινά σε αρκετά σημεία. Τα νάζια, τα παρακάλια, η γκρίνια, η φιλαρέσκεια. Επίσης ο φόβος έκανε μια γυναίκα πιο ελκυστική. Όταν ο Οράτιος πλησιάζει τη Χλόη αυτή το βάζει στα πόδια «σαν ελαφάκι». Η άσκηση βίας σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούσε μέρος του παιχνιδιού. Ωστόσο, υπάρχει μια αντίφαση: από τη μια οι γυναίκες είναι παθητικές και τρομαγμένες κι από την άλλη αχόρταγες και ακόρεστες.
Άλλωστε, πολλά κείμενα με συμβουλές για τον έρωτα που γράφτηκαν στην αρχαιότητα από γυναίκες πιστεύεται ότι είναι έργα ανδρών με γυναικείο ψευδώνυμο επειδή το σεξ θεωρείτο γυναικεία έγνοια. Σ’ αυτά διαβεβαιώνουν ότι όσα έγραφαν αντικατόπτριζαν τις γυναικείες επιθυμίες ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο γι’ αυτά που ήθελαν οι άνδρες να θέλουν οι γυναίκες. Απ’ όσο ξέρουμε άνδρες ήταν και όσοι ερεύνησαν την επιστήμη του οργασμού. Ο Ιπποκράτης, πρώτος, περιέγραψε τον γυναικείο και γνώριζε ότι οι σπόροι του καρότου εμπόδιζαν ή και ακόμη διέκοπταν την εγκυμοσύνη. Το πιο περιζήτητο αντισυλληπτικό όμως, ήταν το σίλφιο, που επίσης ανακαλύφθηκε από τους Έλληνες στις ακτές της Βόρειας Αφρικής, τον 7ο αιώνα π.Χ.
Οι γυναίκες στη μινωική Κρήτη αποτελούσαν εξαίρεση καθώς έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στην κοινωνία. Ήταν ιέρειες, υφάντριες, τεχνίτριες, έμποροι, διηύθυναν βιοτεχνίες, έπαιρναν μέρος σε αθλητικές εκδηλώσεις και στα τοπικά συμβούλια. Στις τοιχογραφίες απεικονίζονται με έντονη σεξουαλικότητα, ζωηρά χρώματα, υπέροχες, όλο χάρη κινήσεις και απαράμιλλη ομορφιά.
Και στη Σπάρτη γενικά οι γυναίκες ήταν πιο ελεύθερες. Μπορούσαν να σπουδάζουν, έπαιρναν μέρος σε αθλητικούς αγώνες, είχαν κληρονομικά δικαιώματα κι ένα βαθμό σεξουαλικής ελευθερίας.
Η σκέψη των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων βέβαια, διατηρεί την ενότητα του ανθρώπινου είδους, σε δύο όμως εκδοχές: τη γυναικεία, πιο αδύναμη και ανολοκλήρωτη και την ανδρική, πιο ολοκληρωμένη μορφή του είδους. Ο Αριστοτέλης αντιπαραθέτει τον άνδρα που είναι ενεργητικός, δημιουργός της ζωής και της σκέψης, φωτεινός, ξερός, με τη γυναίκα που είναι σκοτεινή, υγρή, κρύα και παθητική. Ο άνδρας είναι ο ήλιος, η γυναίκα το φεγγάρι. Θα μπορούσαμε να δούμε σ’ αυτή την αριστοτελική αντιπαράθεση μια διάκριση ανάμεσα στο έλλογο, απολλώνιο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης που αποδίδεται στον άνδρα και το πιο ζωικό, ενστικτώδες, διονυσιακό στοιχείο που εκπροσωπείται από τη γυναίκα.
Παρόλες τις διακρίσεις, όποια κι αν είναι η θέση τους στην κοινωνία, οι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες οφείλουν να έχουν αγάπη και αλληλοσεβασμό, όπως και να διδάσκονται ο ένας από τον άλλο.
Η αλήθεια είναι πάντως, ότι στην ιστορία δεν έμειναν οι πιστές και ενάρετες γυναίκες αλλά μερικές έξυπνες και καλλιεργημένες εταίρες…
(βλ.«Η δίκη μιας εταίρας», Ντεμπρα Χαμέλ και «Ηθικά Νικομάχεια», Αριστοτέλης -καθώς το προνόμιο που αποδίδεται στην αγάπη εαυτού ως στήριγμα στην αγάπη για τον άλλο ξεκινά, από φιλοσοφικής απόψεως, απ’ αυτόν).
[1] «Η διπλή φλόγα», Οκτάβιο Παζ, εκδ. Εξάντας
[2] Οι πόρνες του 4ου π.Χ. αιώνα γνωστοποιούσαν τις υπηρεσίες τους στερεώνοντας καρφιά στις σόλες των σανδαλιών τους που σχημάτιζαν ερωτικά μηνύματα –π.χ. «ακολούθει» - τα οποία καθώς περπατούσαν άφηναν αποτυπώματα στους χωμάτινους δρόμους ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να μπορεί να ακολουθήσει τη διαδρομή και να τις βρει.
[3] Οι Αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν πολύ ένα τυχερό παιχνίδι που το έλεγαν κότταβο και μ’ αυτό προέβλεπαν το μέλλον των εραστών. Το έπαιζαν κατά τη διάρκεια των συμποσίων. Στον κότταβο έκαναν μια ψευτοσπονδή, δηλαδή έχυναν λίγο κρασί σ’ ένα μεταλλικό σκεύος που ήταν τοποθετημένο λίγο πιο πέρα, δεν μνημόνευαν όμως το όνομα του θεού αλλά του αγαπημένου προσώπου, και αν το κρασί έπεφτε μέσα στο σκεύος ήταν καλός οιωνός για τον επίδοξο εραστή. Αυτό το παιχνίδι, με ρίζες στη Σικελία, ήταν πολύ δημοφιλές στις παρέες των νεαρών Αθηναίων και δεν ήταν καθόλου μια περαστική μόδα αφού η γλώσσα εμπλουτίστηκε με πλήθος λέξεων με την ίδια ρίζα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου