Το Ιερό των Μεγάλων Θεών ή Σαμοθρακών Θεών ή Καβείρων, αποτελούσε κατά την αρχαιότητα το σημαντικότερο θρησκευτικό κέντρο του νησιού. Δεν ήταν το επίσημο ιερό της πόλης αλλά ένα ιερό "διεθνούς" εμβέλειεας, όπως εκείνα της Ολυμπίας και των Δελφών. Ως ιερός χώρος λειτουργούσε από πολύ παλιά, καθώς συνδέεται με τους προελληνικούς, θρακικής καταγωγής κατοίκους της Σαμοθράκης. Όμως, αργότερα, οι Έλληνες υιοθέτησαν αυτή τη λατρεία και της έδωσαν νέα πνοή και διάσταση. Στο ιερό των Μεγάλων Θεών, λατρεύονταν η Μεγάλη Μητέρα, η γυναικεία θεότητα της φύσης, (αντίστοιχη με τη φρυγική Κυβέλη) που στο τοπικό ιδίωμα ονομαζόταν «Αξίερος» και ταυτιζόταν με τη Δήμητρα. Παριστάνονταν καθιστή, ανάμεσα σε λιοντάρια, να κρατά σκήπτρο και φιάλη.
Πάρεδρος της Μεγάλης Θεάς και σύζυγός της ήταν ένας ιθυφαλλικός θεός της γονιμότητας που οι ντόπιοι αποκαλούσαν Καδμίλο ή Κασμίλο ο οποίος ταυτίστηκε με τον Ερμή. Σύμβολά του ήταν ο κριός και το κηρύκειο. Ακόλουθοι του ιερού ζεύγους ήταν δυο νεαροί ιθυφαλλικοί "δαίμονες" που ονομάζονταν Κάβειροι, τους οποίους οι Έλληνες ταύτιζαν με τους Διόσκουρους. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Κάβειροι πρέπει να ταυτιστούν με τους αδελφούς Δάρδανο και Ιασίωνα/ Ηετίωνα που θεωρούνταν και οι ιδρυτές των Καβείριων Μυστηρίων. Σ' αυτές τις τέσσερεις προελληνικές θεότητες προστέθηκε, πιθανόν από τους Έλληνε το χθόνιο θεϊκό ζευγάρι του Αξιόκερσου και της Αξιόκερσας που ταυτίζεται με τους άρχοντες του Κάτω Κόσμου Άδη και Περσεφόνη. Οι πρωιμότερες ενδείξεις λατρείας στο Ιερό των Μεγάλων Θεών ανάγονται στον 7ο αι. π. Χ., ενώ τα οικοδομικά λείψανα χρονολογούνται από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. μέχρι τον 1ο αι. μ.Χ.
Τα σημαντικότερα κειμήλια είναι οι υδατογραφίες του Κενάν Μεσαρέ, γιου του Τούρκου στρατηγού Χασάν Ταξίν πασά. Σε αυτές απεικονίζονται ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Εύζωνας να φυλά σκοπιά έξω από το χάνι, ο Έλληνας στρατιώτης στην Ήπειρο, οι Ηπειρώτισσες να κουβαλούν πυρομαχικά για τον Ελληνικό Στρατό, αλλά και οι άμαχοι και τραυματίες. Τέλος, απεικονίζεται ο Εσάτ Πασάς και ο Τούρκος διοικητής των Ιωαννίνων να συνομιλεί με τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο μετά την παράδοση των Ιωαννίνων.
Ερχόμενος από το μονοπάτι του Μουσείου, ο επισκέπτης μπορεί να δει: 1) το Ανάκτορο με την «Ιερή Οικία» (1 ος αι. μ.Χ.) όπου έχει υποστηριχθεί ότι πιθανόν γίνονταν οι τελετές του πρώτου βαθμού των μυστηρίων, της «μύησης». 2) το Αρσινόειον, ένα εντυπωσιακό κυκλικό διώροφο κτίριο, ανάθημα της Πτολεμαίας βασίλισσας Αρσινόης,, σε τύπο Θόλου (288 - 281 π. Χ.), που χρησιμοποιούνταν για τις επίσημες συγκεντρώσεις των πιστών. 3) τον Ιερό Βράχο, έναν πορφυρίτη λίθο, όπου προσφέρονταν θυσίες στους θεούς. 4) το άντρο της Εκάτης Ζηρυνθίας. 5) το Τέμενος ή κτίριο με τις Χορεύτριες στο κέντρο του Ιερού, ένα μεγάλο μαρμάρινο κτίσμα με κομψό ιωνικό πρόπυλο αφιερωμένο από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β' (340 π.Χ.) όπου γινόταν η μύηση. 6) το Ιερόν, το οποίο ήταν ναός δωρικού ρυθμού με αψιδωτό άδυτο. Δίπλα του βρίσκονται η Αίθουσα των Αναθημάτων, η αυλή του Μεγάλου Βωμού και το Θέατρο. Στο δυτικό λόφο ξεχωρίζουν μεγάλη Στοά (α' μισό 3 ου αι. π. Χ.), για τη στέγαση των πολυάριθμων επισκεπτών, και η Κρήνη, όπου ήταν στημένο το άγαλμα της Νίκης πάνω σε ακρόπρωρο πλοίου (αρχές 2ου αι. π. Χ., σήμερα στο Λούβρο).
Διασχίζοντας την ανατολική ρεματιά, φθάνει κανείς στο Πρόπυλο του Πτολεμαίου Β' (285 - 280 π. Χ.), ένα αμφιπρόστυλο κτίσμα με ιωνικούς και κορινθιακούς κίονες. Ακριβώς απέναντι, στον ανατολικό λόφο, υπάρχει κυκλικός χώρος με διάμετρο 9 μ. που χρονολογείται στις αρχές 4 ου αι. π. Χ., με βαθμίδες όπου οι θεατές στέκονταν και παρακολουθούσαν την τέλεση ιερών δρωμένων. Στο χώρο αυτό πιθανόν να τελούνταν και η προκαταρτική μύηση. Δίπλα ακριβώς υπάρχει ένα μαρμάρινο κτίριο δωρικού ρυθμού, ανάθημα του Φιλίππου Γ' Αρριδαίου και του Αλεξάνδρου Δ' (323 - 316 π. Χ.). Το Ιερό των Μεγάλων Θεών, βρίσκεται σε απόσταση 6 χλμ. από την Καμαριώτισσα.
Πάρεδρος της Μεγάλης Θεάς και σύζυγός της ήταν ένας ιθυφαλλικός θεός της γονιμότητας που οι ντόπιοι αποκαλούσαν Καδμίλο ή Κασμίλο ο οποίος ταυτίστηκε με τον Ερμή. Σύμβολά του ήταν ο κριός και το κηρύκειο. Ακόλουθοι του ιερού ζεύγους ήταν δυο νεαροί ιθυφαλλικοί "δαίμονες" που ονομάζονταν Κάβειροι, τους οποίους οι Έλληνες ταύτιζαν με τους Διόσκουρους. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Κάβειροι πρέπει να ταυτιστούν με τους αδελφούς Δάρδανο και Ιασίωνα/ Ηετίωνα που θεωρούνταν και οι ιδρυτές των Καβείριων Μυστηρίων. Σ' αυτές τις τέσσερεις προελληνικές θεότητες προστέθηκε, πιθανόν από τους Έλληνε το χθόνιο θεϊκό ζευγάρι του Αξιόκερσου και της Αξιόκερσας που ταυτίζεται με τους άρχοντες του Κάτω Κόσμου Άδη και Περσεφόνη. Οι πρωιμότερες ενδείξεις λατρείας στο Ιερό των Μεγάλων Θεών ανάγονται στον 7ο αι. π. Χ., ενώ τα οικοδομικά λείψανα χρονολογούνται από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. μέχρι τον 1ο αι. μ.Χ.
Τα σημαντικότερα κειμήλια είναι οι υδατογραφίες του Κενάν Μεσαρέ, γιου του Τούρκου στρατηγού Χασάν Ταξίν πασά. Σε αυτές απεικονίζονται ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Εύζωνας να φυλά σκοπιά έξω από το χάνι, ο Έλληνας στρατιώτης στην Ήπειρο, οι Ηπειρώτισσες να κουβαλούν πυρομαχικά για τον Ελληνικό Στρατό, αλλά και οι άμαχοι και τραυματίες. Τέλος, απεικονίζεται ο Εσάτ Πασάς και ο Τούρκος διοικητής των Ιωαννίνων να συνομιλεί με τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο μετά την παράδοση των Ιωαννίνων.
Ερχόμενος από το μονοπάτι του Μουσείου, ο επισκέπτης μπορεί να δει: 1) το Ανάκτορο με την «Ιερή Οικία» (1 ος αι. μ.Χ.) όπου έχει υποστηριχθεί ότι πιθανόν γίνονταν οι τελετές του πρώτου βαθμού των μυστηρίων, της «μύησης». 2) το Αρσινόειον, ένα εντυπωσιακό κυκλικό διώροφο κτίριο, ανάθημα της Πτολεμαίας βασίλισσας Αρσινόης,, σε τύπο Θόλου (288 - 281 π. Χ.), που χρησιμοποιούνταν για τις επίσημες συγκεντρώσεις των πιστών. 3) τον Ιερό Βράχο, έναν πορφυρίτη λίθο, όπου προσφέρονταν θυσίες στους θεούς. 4) το άντρο της Εκάτης Ζηρυνθίας. 5) το Τέμενος ή κτίριο με τις Χορεύτριες στο κέντρο του Ιερού, ένα μεγάλο μαρμάρινο κτίσμα με κομψό ιωνικό πρόπυλο αφιερωμένο από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β' (340 π.Χ.) όπου γινόταν η μύηση. 6) το Ιερόν, το οποίο ήταν ναός δωρικού ρυθμού με αψιδωτό άδυτο. Δίπλα του βρίσκονται η Αίθουσα των Αναθημάτων, η αυλή του Μεγάλου Βωμού και το Θέατρο. Στο δυτικό λόφο ξεχωρίζουν μεγάλη Στοά (α' μισό 3 ου αι. π. Χ.), για τη στέγαση των πολυάριθμων επισκεπτών, και η Κρήνη, όπου ήταν στημένο το άγαλμα της Νίκης πάνω σε ακρόπρωρο πλοίου (αρχές 2ου αι. π. Χ., σήμερα στο Λούβρο).
Διασχίζοντας την ανατολική ρεματιά, φθάνει κανείς στο Πρόπυλο του Πτολεμαίου Β' (285 - 280 π. Χ.), ένα αμφιπρόστυλο κτίσμα με ιωνικούς και κορινθιακούς κίονες. Ακριβώς απέναντι, στον ανατολικό λόφο, υπάρχει κυκλικός χώρος με διάμετρο 9 μ. που χρονολογείται στις αρχές 4 ου αι. π. Χ., με βαθμίδες όπου οι θεατές στέκονταν και παρακολουθούσαν την τέλεση ιερών δρωμένων. Στο χώρο αυτό πιθανόν να τελούνταν και η προκαταρτική μύηση. Δίπλα ακριβώς υπάρχει ένα μαρμάρινο κτίριο δωρικού ρυθμού, ανάθημα του Φιλίππου Γ' Αρριδαίου και του Αλεξάνδρου Δ' (323 - 316 π. Χ.). Το Ιερό των Μεγάλων Θεών, βρίσκεται σε απόσταση 6 χλμ. από την Καμαριώτισσα.
Ιστορία
Στην αρχαιότητα, η φήμη της Σαμοθράκης προερχόταν από τη μυστηριακή της λατρεία των Μεγάλων Θεών, οι τελετές μύησης των οποίων υπόσχονταν προστασία στη θάλασσα και την ευκαιρία «γίνεσθαι κα? ε?σεβεστέρους κα? δικαιοτέρους κα? κατ? π?ν βελτίονας ?αυτ?ν το?ς τ?ν μυστηρίων κοινωνήσαντας» (Διόδωρος). Το ίδιο το ιερό έχει την αναμφισβήτητη αύρα του ιερού χώρου, ο οποίος φιλοξένησε γεγονότα που διαμόρφωσαν την αρχαία μυθολογία και ιστορία. Η μυθική οικογένεια του νησιού έδωσε τους γεννήτορες του Τρωικού γένους, εδώ γνωρίστηκαν οι γονείς του Μεγάλου Αλεξάνδρου και εδώ κατέφυγε ο τελευταίος Μακεδόνας βασιλιάς κυνηγημένος από τους Ρωμαίους. Η κοινότητα των μυημένων στη Σαμοθράκη κρατούσε απόρρητη τη φύση των τελετών μύησης.
Όπως στα Μυστήρια της Ελευσίνας, όσοι έπαιρναν μέρος για πρώτη φορά στα Μυστήρια της Σαμοθράκης ονομάζονταν μύσται (από το ρήμα μύω = κλείνω τα μάτια) και όσοι συμμετείχαν για δεύτερη φορά ονομάζονταν ?πόπται (από τον μέλλοντα ?πόψομαι του ρήματος ?φοράω = επιβλέπω, παρατηρώ, βλέπω, στρέφω το βλέμμα προς). Ένας είδος προκαταρκτικής μύησης πιθανόν γινόταν στον Θεατρικό Κύκλο. Μετά την προκαταρκτική αυτή ιεροτελεστία, οι μύστες με δεμένα τα μάτια περιπλανιόντουσαν στο σκοτάδι σε αναζήτηση της θεάς Αρμονίας, κόρης του Δία και της Ηλέκτρας. Σύμφωνα με τη μυθολογία της Σαμοθράκης, την Αρμονία είχε απαγάγει ο Κάδμος στο πέλαγος, όταν, στη διάρκεια της αναζήτησης της αδελφής του Ευρώπης, πέρασε από τη Σαμοθράκη. Η Αρμονία σώθηκε και μεταφέρθηκε πάλι στο νησί από τ’ αδέρφια της, τον Δάρδανο και Ιασίονα/Ηετίωνα, μορφές που συνδέονται στενά με τα μυστήρια και με την πολύ γνωστή ιδιότητα των Μεγάλων Θεών, τη σωτηρία των ναυαγών. Η ευτυχής έκβαση της αναζήτησης της Αρμονίας είχε τη μορφή της επιφάνειάς της και ενός ιερού γάμου. Ο γάμος της Αρμονίας με τον Κάδμο αναπαριστανόταν στην ιεροτελεστία της Σαμοθράκης που διαδραματιζόταν μέσα στο Κτίριο του Τελετουργικού Χορού και απεικονιζόταν στη ζωφόρο που το περιέβαλλε.
Όπως στα Μυστήρια της Ελευσίνας, όσοι έπαιρναν μέρος για πρώτη φορά στα Μυστήρια της Σαμοθράκης ονομάζονταν μύσται (από το ρήμα μύω = κλείνω τα μάτια) και όσοι συμμετείχαν για δεύτερη φορά ονομάζονταν ?πόπται (από τον μέλλοντα ?πόψομαι του ρήματος ?φοράω = επιβλέπω, παρατηρώ, βλέπω, στρέφω το βλέμμα προς). Ένας είδος προκαταρκτικής μύησης πιθανόν γινόταν στον Θεατρικό Κύκλο. Μετά την προκαταρκτική αυτή ιεροτελεστία, οι μύστες με δεμένα τα μάτια περιπλανιόντουσαν στο σκοτάδι σε αναζήτηση της θεάς Αρμονίας, κόρης του Δία και της Ηλέκτρας. Σύμφωνα με τη μυθολογία της Σαμοθράκης, την Αρμονία είχε απαγάγει ο Κάδμος στο πέλαγος, όταν, στη διάρκεια της αναζήτησης της αδελφής του Ευρώπης, πέρασε από τη Σαμοθράκη. Η Αρμονία σώθηκε και μεταφέρθηκε πάλι στο νησί από τ’ αδέρφια της, τον Δάρδανο και Ιασίονα/Ηετίωνα, μορφές που συνδέονται στενά με τα μυστήρια και με την πολύ γνωστή ιδιότητα των Μεγάλων Θεών, τη σωτηρία των ναυαγών. Η ευτυχής έκβαση της αναζήτησης της Αρμονίας είχε τη μορφή της επιφάνειάς της και ενός ιερού γάμου. Ο γάμος της Αρμονίας με τον Κάδμο αναπαριστανόταν στην ιεροτελεστία της Σαμοθράκης που διαδραματιζόταν μέσα στο Κτίριο του Τελετουργικού Χορού και απεικονιζόταν στη ζωφόρο που το περιέβαλλε.
Περιγραφή
Το Ιερό των Μεγάλων Θεών, όπου βρέθηκε το 1863 το περίφημο άγαλμα της Νίκης (Περίβολος της Νίκης: 12) απέχει περίπου 400 μ. από τη σημερινή βορειοδυτική ακτή του νησιού και έχει έκταση 50 περίπου στρεμμάτων. Τα σημαντικότερα και αρχαιότερα κτίρια συνωστίζονται στη ομαλή πλαγιά ανάμεσα σε δυο ρέματα: το Κτίριο του Τελετουργικού Χορού (17, γύρω στο 340 π.Χ.), η Αυλή του Βωμού (14, 340-330 π.Χ. περίπου), το ?ερ?ν (15, 325-150 π.Χ.), το Ανάθημα των Φιλίππου Γ΄ και Αλεξάνδρου Δ΄ (24, 323-317 π.Χ.), η Θόλος της Αρσινόης Β΄ (20, 288-270 π.Χ.). Στο δυτικό τμήμα του χώρου βρίσκονται η Στοά (11, πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.), το Νεώριον (29, δεύτερο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ.), το Ανάθημα της Μιλησίας (6, δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ.), και στην ανατολική άκρη το Πρόπυλο του Πτολεμαίου Β΄ (26, 285-281 π.Χ.). Οι πρωιμότερες ενδείξεις θρησκευτικής δραστηριότητας χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ., αλλά η κατασκευή μνημειακών κτιρίων άρχισε μόλις στον 4ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται με τη γενναιοδωρία και τα πολιτικά ενδιαφέροντα του Μακεδονικού βασιλικού οίκου, ήδη από τη Βασιλεία του Φιλίππου Β΄. Το ιερό που γνώρισε τη μεγαλύτερή του δόξα στους 3ο και 2ο αιώνες π.Χ. εγκαταλείπεται προς το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. Η αρχαιολογική έρευνα έχει δώσει μια εικόνα της εξέλιξής του, μολονότι ούτε τα αρχαιολογικά δεδομένα ούτε τα κείμενα της αρχαίας γραμματείας είναι ικανά να διαπεράσουν τον πέπλο μυστικότητας που καλύπτει τα μυστήρια.
Παρόλο που εξερευνήθηκε ήδη από το 1444, το Ιερό των Μεγάλων Θεών ανασκάφηκε συστηματικά για πρώτη φορά το 1873 και το 1875 από δυο Αυστριακές αποστολές με επικεφαλής τον A. Conze. Από το 1938 οι εργασίες στον χώρο διεξάγονται από το Ινστιτούτο Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (K. Lehmann, J. R. McCredie, B. D. Wescoat), από το 1964 με την εποπτεία της ΙΘ΄ Εφορείας Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων. Οι προσπάθειες αυτά τα χρόνια εστιάστηκαν στην ανασκαφή, δημοσίευση και παρουσίαση των μνημείων. Στη διάρκεια των τελευταίων 20 χρόνων η ΙΘ΄ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων έχει αναλάβει ενεργό ρόλο στη συντήρηση και διαχείριση του αρχαιολογικού χώρου.
.Παρόλο που εξερευνήθηκε ήδη από το 1444, το Ιερό των Μεγάλων Θεών ανασκάφηκε συστηματικά για πρώτη φορά το 1873 και το 1875 από δυο Αυστριακές αποστολές με επικεφαλής τον A. Conze. Από το 1938 οι εργασίες στον χώρο διεξάγονται από το Ινστιτούτο Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (K. Lehmann, J. R. McCredie, B. D. Wescoat), από το 1964 με την εποπτεία της ΙΘ΄ Εφορείας Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων. Οι προσπάθειες αυτά τα χρόνια εστιάστηκαν στην ανασκαφή, δημοσίευση και παρουσίαση των μνημείων. Στη διάρκεια των τελευταίων 20 χρόνων η ΙΘ΄ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων έχει αναλάβει ενεργό ρόλο στη συντήρηση και διαχείριση του αρχαιολογικού χώρου.
Μνημεία
Κτίρια Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου
Τρία σχετικά μικρά, ορθογώνια κτίσματα ευθυγραμμίζονται κατά μήκος της δυτικής περιμέτρου του Ιερού, βόρεια της Στοάς στο δυτικό λόφο και δυτικά του μεγάλου Κτίριο Α από μια προγενέστερη περίοδο. Τα δύο βόρειες κτίρια είνα αντιμετωπα, ενώ το νοτιότερο κτήριο είναι προσανατολισμένο προς το νότο. Κτίριο 1, το μεγαλύτερο, είχε εξάστυλο πρόστυλο βεράντα, πιθανότατα του δωρικού ρυθμού. Κτίριο 2 είχε μια βεράντα που αποτελείται από δύο κίονες. Στο κτίριο 3, πυλώνες και όχι στήλες σχηματίζονται τα δύο στηρίγματα της πρόσοψης. Στην κλίμακα και το σχεδιασμό αυτά τα τρία κτίρια μοιάζουν με τα θησαυροφυλάκια που βρίσκονται σε άλλα ελληνικά ιερά όπως τους Δελφούς, την Ολυμπία, Νεμέα και τη Δήλο. Ωστόσο, η λειτουργία τους στη Σαμοθράκη παραμένει αβέβαιη.
Βυζαντινή οχύρωση
Ανάθημα της Μιλησίας
Βόρεια της Στοάς, επάνω στον Δυτικό Λόφο βρίσκονται τα θεμέλια ενός μαρμάρινου οικοδομήματος, που είναι γνωστό ως Ανάθημα της Μιλησίας, επειδή, σύμφωνα με την αναθηματική επιγραφή του επιστυλίου του προπύλου του, αποτελούσε αφιέρωμα μιας γυναίκας από τη Μίλητο. Το κτίριο αποτελείται από τρεις χώρους, έναν μεγάλο τετράγωνο κεντρικό χώρο με ιωνικό πρόπυλο στα νότια, το οποίο αποτελεί την είσοδο στο εσωτερικό του οικοδομήματος και δύο μικρότερους στις ανατολική και δυτική πλευρά. Χρονολογείται πιθανότατα στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. και προφανώς ήταν εστιατόριο.
Τραπεζαρία
Κατά μήκος της Στοά, ήταν ένα μεγάλο συγκρότημα "τραπεζαρία" που χωρίζεται σε τρία τμήματα, το καθένα με διαστάσεις περίπου 6,50 m σε κάθε πλευρά. Στοά
Κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. οικοδομήθηκε επάνω στον Δυτικό λόφο μια μεγάλη στοά μήκους 104 μ. και πλάτους 13,40 μ. για να στεγάσει τους πολυάριθμους επισκέπτες του Ιερού. Το οικοδόμημα στις τρεις πλευρές του, βόρεια, νότια και δυτική κλεινόταν από τοίχους, κατασκευασμένους από πωρόλιθο, οι οποίοι κατέληγαν σε παραστάδες πίσω από τους γωνιακούς κίονες της πρόσοψης και σε συμφυείς πεσσούς στις πίσω γωνίες. Στην ανατολική πλευρά υπήρχε κιονοστοιχία 33 πιθανότατα ή 35 δωρικών κιόνων, η οποία πατούσε σε ένα σκαλοπάτι και επιστεφόταν από δωρικό θριγκό, ενώ μία δεύτερη εσωτερική κιονοστοιχία, η οποία αποτελούνταν από 16 ιωνικούς κίονες και 2 ημικίονες σύμφυτοι με τους πλευρικούς τοίχους, χρησίμευε στην στήριξη του ξύλινου επιστυλίου. Το δάπεδο του οικοδομήματος ήταν από χώμα, ενώ η σίμη, οι ανθεμωτοί ακροκέραμοι και τα κεραμίδια της στέγης ήταν πήλινα. Χαρακτηριστικές είναι οι θεμελιώσεις διαφόρων βάθρων αναθημάτων, μεταξύ των οποίων και του Φιλίππου του E', οι οποίες σώζονται μπροστά από την πρόσοψη της στοάς. Για την κατασκευή της Στοάς χρειάστηκε να διαμορφωθεί κατάλληλα ο χώρος με ισοπεδώσεις στο νότιο μέρος, επιχωματώσεις στο βόρειο και κατασκευή ισχυρών αναλημματικών τοίχων.
Σήμερα σώζονται μόνο τα ασβεστολιθικά θεμέλια, εκτός από το βόρειο άκρο της, και μικρό τμήμα από την ευθυντηρία και τον τοιχοβάτη κοντά στη νοτιοδυτική γωνία.
Μνημείο της Νίκης
Νοτιοανατολικά της Στοάς βρίσκεται μια κατασκευή, όπου ήταν τοποθετημένο το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης πάνω σε πλώρη πλοίου (σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου). Το μνημείο της Νίκης χρονολογείται στον πρώιμο 2ος αιώνα π.Χ.Πρόκειται για μια ορθογώνια κατασκευή, χωρίς στέγη, με βόρεια πρόσοψη, η οποία στις υπόλοιπες πλευρές, δυτική, νότια και ανατολική, περιβαλλόταν αναλημματικούς τοίχους που την προστάτευαν. Το εσωτερικό του οικοδομήματος χωρίζεται από έναν τοίχο σε τμήματα. Στο πίσω τμήμα, διατηρούνται τα ίχνη από την θεμελίωση, πάνω στην οποία μαρμάρινες πλάκες με κυματιστή επιφάνεια στήριζαν την μαρμάρινη πλώρη του πλοίου με το άγαλμα της Νίκης.
Στην περιοχή γύρω από το μνημείο της Νίκης έχουν εντοπισθεί τμήματα πήλινων αγωγών, οι οποίοι χρησίμευαν στην τροφοδότηση ή στην απομάκρυνση των νερών της δεξαμενής.
Θέατρο
Στα δυτικά ακολουθεί το θέατρο, που οικοδομήθηκε στις αρχές του 2ου π.X. αιώνα. Tο κοίλο διέθετε δύο διαζώματα, εκ των οποίων το κάτω είχε 10-12 σειρές εδωλίων (καταστράφηκαν στο διάστημα 1927-1937). Oκτώ κλίμακες χώριζαν τα εδώλια σε επτά κερκίδες. Eπειδή κατά την ανασκαφή δεν βρέθηκαν ούτε πάροδοι, ούτε αναλημματικοί τοίχοι για την στήριξη του κοίλου αλλά ούτε και σκηνή, εικάζεται πως κατά την περίοδο των παραστάσεων κατασκευαζόταν μία προσωρινή ξύλινη σκηνή, που σκοπό είχε την κάλυψη των νερών του χειμάρρου που περνούσε μπροστά από το κοίλο του θεάτρου
Αυλή του Βωμού
Η Αυλή του Βωμού ήταν ένα ορθογώνιο ανοιχτό κτίριο, διαστάσεων 17, 12 X 14, 42 μ., με τυφλούς τοίχους στις τρεις πλευρές, βόρεια, νότια και ανατολική, ενώ στη δυτική πρόσοψη έφερε τετράστυλη, δωρική, μαρμάρινη κιονοστοιχία. Τους τοίχους και την κιονοστοιχία περιέτρεχε μαρμάρινος δωρικός θριγκός, ενώ το επιστύλιο της πρόσοψης έφερε μια αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή του αναθέτη, ίσως του Φιλίππου Γ' του Aρριδαίου, ετεροθαλή αδερφού και διαδόχου του Mεγάλου Aλεξάνδρου.Στον πίσω χώρο του εσωτερικού του κτιρίου βρισκόταν μεγάλος μαρμάρινος βωμός, το νότιο τμήμα του οποίου κάλυπτε ένα παλαιότερο, αρχαϊκό βωμό των βράχων, καθώς και τμήμα πήλινου αγωγού, που χρησίμευε, πιθανότατα, στην απομάκρυνση του αίματος των θυσιαζόμενων ζώων. Η αυλή του Βωμού χρονολογείται στα 340-330 π.Χ.
Ιερό
Νότια του Τεμένους βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα κτίρια του αρχαιολογικού χώρου της Παλαιόπολης, το Ιερό, στο εσωτερικό του οποίου γινόταν η μύηση στο δεύτερο βαθμό των Μυστηρίων, στην ανώτερη, δηλαδή βαθμίδα της μυήσεως, την Εποπτεία. Το Ιερό άρχισε να κτίζεται κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.X. (γύρω στα 325 π.Χ.) και φαίνεται πως αντικατέστησε δύο αρχαιότερες αψιδωτές οικοδομές, μία των αρχαϊκών χρόνων και μία του 5ου αιώνα π.X. Η ολοκλήρωση της κατασκευής του Ιερού πραγματοποιήθηκε σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, όταν προστέθηκε η δεκατετράστυλη δωρική πρόσοψη και ο γλυπτός διάκοσμος του αετώματος και των ακρωτηρίων(ανθεμωτή άκανθα στα κεντρικά και Νίκες στα γωνιακά). H κατασκευή του 4ου αιώνα π.X. ίσως συνδέεται με το ενδιαφέρον του βασιλέα της Mακεδονίας Φιλίππου του B' για το ιερό.
Πρόκειται για έναν ορθογώνιο, μακρόστενο, δωρικό ναό, με διαστάσεις 40 X 13 μ. και προσανατολισμό σχεδόν από Β προς Ν. Η πρόσταση αποτελείται από δύο σειρές με έξι κίονες, ανάμεσα στις οποίες μεσολαβούν πλευρικά δύο ακόμα κίονες. Το 1956 αναστηλώθηκαν πέντε κίονες και τα κεντρικά επιστύλια της πρόσοψης του Ιερού με την οικονομική υποστήριξη του Ιδρύματος Bollingen. Στην κατασκευή της θεμελίωσης και του κρηπιδώματος χρησιμοποιήθηκε κυρίως ο τοπικός πωρόλιθος, ενώ για την ανωδομή το θασίτικο μάρμαρο.
Στο βόρειο αέτωμα το πρωταρχικό θέμα του γλυπτού διακόσμου ήταν η ανατροφή του Αετίωνα με έμφαση στις ηρωικές μορφές που εγκαινίασαν τις τελετουργίες στη Σαμοθράκη, ενώ στο νότιο πιθανότατα υπήρχαν οι προτομές των μεγάλων Θεών. Ανάγλυφη διακόσμηση, που περιλάμβανε μορφές κενταύρων, διέθεταν και τα καλύμματα των φατνωμάτων της οροφής του πρόναου, ενώ ολόκληρο το κτίριο, που είχε δικλινή κεραμοσκεπή στέγη, περιέτρεχε δωρικός θριγκός.
Εκτός από την κύρια βόρεια είσοδο στο σηκό, στο εσωτερικό του Ιερού οδηγούσαν δύο είσοδοι, μια σε κάθε μακρά πλευρά του οικοδομήματος. Στο εσωτερικό του ναού, το οποίο έφερε μαρμάρινο δάπεδο και επιχρισμένους τοίχους, υπήρχε, κατά μήκος των μακρών πλευρών, διπλή σειρά μαρμάρινων καθισμάτων που φιλοξενούσαν πιθανότατα παλιότερους επόπτες που παρακολουθούσαν τις τελετές. Στο κέντρο του βόρειου τμήματός του διατηρείται μικρή τετράγωνη εστία και μπροστά της ένα άνοιγμα σε μία πλίνθο, το οποίο χρησίμευε για την προσφορά σπονδών, ενώ το νότιο τμήμα του διαμορφώνεται εσωτερικά σε αψίδα που είχε ξύλινη οροφή.
Στην εξωτερική πλευρά του ανατολικού τοίχου του κτιρίου, δύο μαρμάρινα βάθρα, που περιβάλλονταν από κατακόρυφα τοποθετημένες κεραμίδες στέγης και πλαισιώναν βόρεια και νότια μία βάση πυρσού, συνδέονται πιθανότατα με την τελετή της εποπτείας.
Αίθουσα των Αναθημάτων
Η Αίθουσα των Αναθημάτων κτίστηκε γύρω στο 540 π.Χ., αν και η χρονολόγηση αυτή αμφισβητείται και το κτίριο δε θεωρείται πρωιμότερο του 5ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίριο με επιχρισμένους τοίχους κτισμένους από ασβεστόλιθο και ενισχυμένους με ξυλοδεσιές, που προοριζόταν για τη φύλαξη και την προστασία των κινητών αναθημάτων του ιερού. Από την Αίθουσα των Αναθημάτων σήμερα σώζονται μόνο το λίθινο θεμέλιο και τμήμα της υποδομής του δαπέδου. Στη δυτική πρόσοψη, ανάμεσα σε παραστάδες, υπήρχε ανοιχτή δωρική ασβεστολιθική κιονοστοιχία, που έφερε δωρικό θριγκό από ξύλο και ασβεστόλιθο. Η στέγη ήταν δικλινήςΗ Θόλος της Αρσινόης
Νότια του Ανακτόρου και δίπλα στην Ιερά οικία βρίσκεται η Θόλος της Αρσινόης. Πρόκειται για ένα οικοδόμημα, το οποίο, σύμφωνα με την αναθηματική επιγραφή που είναι χαραγμένη στο επιστύλιο του, αφιερώθηκε από την Αρσινόη, σύζυγο του Βασιλιά Λυσίμαχου στους Μεγάλους Θεούς και προοριζόταν για θυσίες και επίσημες συγκεντρώσεις στην ετήσια καλοκαιρινή γιορτή. Χρονολογείται στο διάστημα 288-281 π.Χ. και αποτελεί το μεγαλύτερο γνωστό κλειστό κυκλικό οικοδόμημα στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, με εξωτερική διάμετρο 20 μ. και πάχος θεμελίου 2,50 μ. στην κατασκευή της θεμελίωσης χρησιμοποιήθηκε πωρόλιθος, ενώ για την ανωδομή θασίτικο μάρμαρο.Η στέγη ήταν αρχικά κωνική με φολιδωτή κεράμωση και είχε στο κέντρο ένα μαρμάρινο ακρωτήριο διακοσμημένο με φύλλα δάφνης. Μετά από έναν σεισμό στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια, όμως, η στέγη μετατράπηκε σε οκτάγωνη πυραμίδα.
Εξωτερικά φαινόταν ότι η θόλος αποτελείται από δύο ορόφους. Ένα κρηπίδωμα δύο βαθμίδων οδηγούσε στη μνημειακή είσοδο της νότιας πλευράς και στο κάτω μέρος του κτιρίου, το οποίο αποτελούσε ένα κλειστό τύμπανο. Ο «δεύτερος» όροφος ήταν ένα ψευδοπτερό από δωρικούς πεσσούς, οι οποίοι στήριζαν πλήρη δωρικό θριγκό. Τα ανοίγματα ανάμεσά τους έκλειναν στο κατώτερο τμήμα με θωράκιο, διακοσμημένο με ρόδακα ανάμεσα σε δύο βούκρανα και παραπετάσματα.
Στο εσωτερικό του οικοδομήματος κορινθιακοί κίονες συμφυείς με τους εξωτερικούς πεσσούς στήριζαν ιωνικό θριγκό. Ανάμεσα τους, σε αντιστοιχία με το εξωτερικό θωράκιο, υπήρχαν βωμοί διακοσμημένοι με εναλλασσόμενα ζευγάρια από φιάλες και βούκρανα.
Ανάκτορο
Το Ανάκτορο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κτίρια του Ιερού, αφού ήταν το τελευταίο και το πληρέστερο από μια σειρά κτιρίων για τα «Δρώμενα» και τους «Λόγους» του πρώτου βαθμού της μύησης. Είναι κτισμένο πάνω στα θεμέλια αρχαιότερου κτίσματος, σύγχρονου ή λίγο μεταγενέστερου της Θόλου της Αρσινόης, από το οποίο διατηρείται μόνο το κατώτατο τμήμα από το δυτικό θεμέλιο και μέρος από το νότιο. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίριο με προσανατολισμό BΔ.-NA, το οποίο χρονολογείται στην πρώιμη αυτοκρατορική περίοδος (γύρω στον 1ο αιώνα μ.Χ.). Στη δυτική πρόσοψη υπήρχαν τρεις είσοδοι, από τις οποίες η κεντρική ήταν μεγαλύτερη και οι δύο πλευρικές μικρότερες. Oι τοίχοι του κτιρίου, που στην νότια πλευρά διατηρούνται σε ύψος 3 μ., είναι κτισμένοι κατά το πολυγωνικό σύστημα στις όψεις, ενώ το διάστημα ανάμεσά τους γέμιζε με χαλίκια.
Κατά μήκος των μακρών τοίχων του κτιρίου προεξείχαν εσωτερικά οκτώ πεσσοί, ανά τέσσερις σε κάθε πλευρά, κτισμένοι με γωνιασμένες πέτρες, οι οποίοι χρησίμευαν στην στήριξη των δοκαριών της στέγης, ενώ ένας ενδιάμεσος τοίχος σχημάτιζε στο υπερυψωμένο βόρειο τμήμα του κτιρίου ένα εσωτερικό ιερό, ένα μικρό άδυτο, όπου επιτρεπόταν η είσοδος μόνο μετά τη μύηση. Δύο χάλκινα αγάλματα των Καβείρων με υψωμένα χέρια πλαισίωναν τα ανοίγματα των θυρών που διέκοπταν τον τοίχο του εσωτερικού ιερού και ίσως αποτελούσαν τη βάση ενός ξύλινου διαφράγματος, που χώριζε το άδυτο από την κύρια αίθουσα.
Το Ανάκτορο έφερε χωμάτινο δάπεδο, ενώ οι εσωτερικοί τοίχοι του και οι πεσσοί ήταν επιχρισμένοι με άσπρο κονίαμα. Eγκοπές μαρτυρούν πως κατά μήκος του ανατολικού τοίχου και τμήματος του βόρειου υπήρχε ξύλινη εξέδρα. Στη νοτιοανατολική γωνία της κύριας αίθουσας βρέθηκε μία λίθινη κατασκευή, η οποία περιέβαλλε ένα λάκκο σπονδών, ενώ στο κέντρο της αίθουσας, κοντά στον ανατολικό τοίχο, ανιχνεύτηκαν τα λείψανα ενός ξύλινου κυκλικού βάθρου.
Ανάθημα Φιλίππου Γ και Αλεξάνδρου Δ
Στο τέλος του 5ου-αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. προστέθηκε στη βορειοδυτική πλευρά του Ιερού Κύκλου ένα ορθογώνιο οικοδόμημα, το οποίο αντικαταστάθηκε ανάμεσα στο 323 και 317 π.Χ. από ένα περίτεχνο μαρμάρινο δωρικό κτίριο με πρόστυλη, εξάστυλη στοά στη δυτική του πρόσοψη. Το κτίριο, όπως πληροφορεί η αναθηματική επιγραφή του επιστυλίου, αφιέρωσαν στο Ιερό οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου Φίλιππος Γ? και Αλέξανδρος Δ?. Στο πάνω μέρος του προστέθηκε αργότερα μία τετράστυλη ιωνική στοά. Το οικοδόμημα είναι κατασκευασμένο από θασίτικο και πιθανότατα παριανό μάρμαρο και το δάπεδό του έφερε ψηφιδωτό. Μετά το σεισμό του τέλους του 1ου ή του 2ου αιώνα μ.Χ. το ανάθημα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και ο δρόμος γύρω από το κτίριο καταστράφηκαν.Ιερός Κύκλος
Ο Ιερός Κύκλος ήταν ένας κυκλικός χώρος διαμέτρου 9 περίπου μέτρων με έναν μαρμάρινο βωμό στο κέντρο. Περιβαλλόταν από πέντε κυκλικές βαθμίδες, οι οποίες προορίζονταν για όρθιους θεατές που παρατηρούσαν ή μετείχαν σε κάποιας μορφής δρώμενα, που περιλάμβαναν και θυσία. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Ιερός Κύκλος συνδεόταν με κάποια εισαγωγική τελετή, όπου οι υποψήφιοι για μύηση μάθαιναν εδώ τις απαιτήσεις των τελετουργιών μύησης, πριν συνεχίσουν για το εσωτερικό του ιερού. Ο «Ιερός Κύκλος» χρονολογείται στο τέλος του 5ου-στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.
Μάνταλ' Παναγιά
Στη θέση Μάνταλ' Παναγιά, 3χμ. έξω από τον οικισμό Προφήτης Ηλίας και κοντά στο ομώνυμο εκκλησάκι αποκαλύφθηκε ένα υπαίθριο ιερό αφιερωμένο πιθανότατα στη «Μεγάλη Μητέρα» ως ορεσίβια θεότητα.
Στην περιοχή βρέθηκαν γυναικεία ειδώλια, πόρπες, αγγεία, κοσμήματα, τα οποία θεωρούνται αφιερώματα και χρονολογούνται από τον 8ο μέχρι και το 2ο π.Χ. αιώνα.
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τα λείψανα ενός ορθογώνιου χώρου, του οποίου η χρονολόγηση είναι αβέβαιη προς το παρόν και τα ερείπια ενός μονόχωρου ναϋδρίου μεσοβυζαντινών χρόνων. Ανατολικά της αψίδας του ναϋδρίου εντοπίστηκε αψίδα μεγαλύτερου ναού, ίσως μιας μικρής παλαιοχριστιανικής βασιλικής.
Στην περιοχή βρέθηκαν γυναικεία ειδώλια, πόρπες, αγγεία, κοσμήματα, τα οποία θεωρούνται αφιερώματα και χρονολογούνται από τον 8ο μέχρι και το 2ο π.Χ. αιώνα.
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τα λείψανα ενός ορθογώνιου χώρου, του οποίου η χρονολόγηση είναι αβέβαιη προς το παρόν και τα ερείπια ενός μονόχωρου ναϋδρίου μεσοβυζαντινών χρόνων. Ανατολικά της αψίδας του ναϋδρίου εντοπίστηκε αψίδα μεγαλύτερου ναού, ίσως μιας μικρής παλαιοχριστιανικής βασιλικής.
Τέμενος
Στο μέσο περίπου του αρχαιολογικού χώρου στην Παλαιόπολη βρίσκεται το Τέμενος, το πρωιμότερο και μεγαλύτερο μαρμάρινο κτίριο στο Ιερό, κοντά στη βόρεια γωνία του οποίου κατέληγε η πομπική οδός του Ανατολικού Λόφου. Χρονολογείται γύρω στο 340 π.Χ. και πιθανότατα αποτελούσε ανάθημα του Φιλίππου Β?.
Αποτελούνταν από δύο όμοιες ορθογώνιες αίθουσες, καθεμιά από τις οποίες έφερε από ένα ιωνικό πρόπυλο ως είσοδο στα βορειοδυτικά. Την κιονοστοιχία του κάθε πρόπυλου αποτελούσαν 11 ιωνικοί κίονες από θασίτικο μάρμαρο με εξαιρετική διακόσμηση στα κιονόκρανα, οι οποίοι διαρθρώνονταν σε δύο σειρές στο νοτιοδυτικό και βορειοανατολικό άκρο και σχημάτιζαν πτερά.
Η οροφή του κτιρίου ήταν μαρμάρινη και έφερε γλυπτό διάκοσμο με ανάγλυφα κεφάλια, πιθανότατα ηρώων ή θεοτήτων της Σαμοθράκης. Ολόκληρο το κτίριο περιέτρεχε θριγκός, ο οποίος αποτελεί το πρωιμότερο γνωστό παράδειγμα συνδυασμού της γλυπτής ζωφόρου και του ταινιωτού επιστυλίου με γεισίποδες. Η ζωφόρος απεικόνιζε χορεύτριες και ανάμεσά τους μουσικούς του αυλού, της λύρας και του τυμπάνου. Η παράσταση θεωρείται έργο αρχαϊστικής τέχνης και απεικονίζει πιθανότατα τους τελετουργικούς χορούς, που ελάμβαναν χώρα στο εσωτερικό του περιβόλου και σχετίζονταν με τον μυθικό γάμο του Kάδμου και της Aρμονίας, ένα θρησκευτικό δράμα που διδασκόταν στη διάρκεια του μεγάλου, ετήσιου πανηγυριού.
Το Τέμενος, στο εσωτερικό του, έφερε μαρμάρινο δάπεδο, εσχάρα για θυσίες και βόθρο για υγρές προσφορές, ενώ εδώ εικάζεται ότι πρέπει να είχε τοποθετηθεί το σύμπλεγμα της Aφροδίτης και του Έρωτα, που είχε κατασκευάσει ο Σκόπας, ο οποίος ίσως είχε σχεδιάσει και τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του κτιρίου.
Αποτελούνταν από δύο όμοιες ορθογώνιες αίθουσες, καθεμιά από τις οποίες έφερε από ένα ιωνικό πρόπυλο ως είσοδο στα βορειοδυτικά. Την κιονοστοιχία του κάθε πρόπυλου αποτελούσαν 11 ιωνικοί κίονες από θασίτικο μάρμαρο με εξαιρετική διακόσμηση στα κιονόκρανα, οι οποίοι διαρθρώνονταν σε δύο σειρές στο νοτιοδυτικό και βορειοανατολικό άκρο και σχημάτιζαν πτερά.
Η οροφή του κτιρίου ήταν μαρμάρινη και έφερε γλυπτό διάκοσμο με ανάγλυφα κεφάλια, πιθανότατα ηρώων ή θεοτήτων της Σαμοθράκης. Ολόκληρο το κτίριο περιέτρεχε θριγκός, ο οποίος αποτελεί το πρωιμότερο γνωστό παράδειγμα συνδυασμού της γλυπτής ζωφόρου και του ταινιωτού επιστυλίου με γεισίποδες. Η ζωφόρος απεικόνιζε χορεύτριες και ανάμεσά τους μουσικούς του αυλού, της λύρας και του τυμπάνου. Η παράσταση θεωρείται έργο αρχαϊστικής τέχνης και απεικονίζει πιθανότατα τους τελετουργικούς χορούς, που ελάμβαναν χώρα στο εσωτερικό του περιβόλου και σχετίζονταν με τον μυθικό γάμο του Kάδμου και της Aρμονίας, ένα θρησκευτικό δράμα που διδασκόταν στη διάρκεια του μεγάλου, ετήσιου πανηγυριού.
Το Τέμενος, στο εσωτερικό του, έφερε μαρμάρινο δάπεδο, εσχάρα για θυσίες και βόθρο για υγρές προσφορές, ενώ εδώ εικάζεται ότι πρέπει να είχε τοποθετηθεί το σύμπλεγμα της Aφροδίτης και του Έρωτα, που είχε κατασκευάσει ο Σκόπας, ο οποίος ίσως είχε σχεδιάσει και τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του κτιρίου.
Κτίσμα με τους Ορθοστάτες
Στο εσωτερικό των θεμελίων της Θόλου σώζεται το μεγαλύτερο τμήμα από το Κτίσμα με τους Ορθοστάτες. Το κτίριο, το οποίο χρονολογείται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. εκτεινόταν βόρεια, κάτω από την ιερή Οικία και το νότιο τμήμα του Aνακτόρου και χρησίμευε για τη μύηση στον πρώτο βαθμό των μυστηρίων. Η ονομασία του οφείλεται στους ορθοστάτες που στηρίζουν την τοιχοδομία του.
Πρόκειται για ένα οικοδόμημα που αποτελείται από ένα τετράγωνο κεντρικό τμήμα και δύο μικρότερα βόρεια και νότια. Η ανωδομή του κτιρίου πιθανόν αποτελούνταν από ωμές πλίθρες. Στην ανατολική του πλευρά υπήρχε ένα χαμηλό άνδηρο, το οποίο προοριζόταν πιθανότατα για τους θεατές, που παρακολουθούσαν τις τελετουργίες στο κύριο τμήμα του οικοδομήματος. Στο νότιο τμήμα του Κτίσματος με τους Ορθοστάτες και δυτικά του ανδήρου, αποκαλύφθηκε λάκκος θυσιών, ενώ λίγο βορειότερα του λάκκου ένα άνοιγμα στο έδαφος κατέβαινε σε μία «ιερή πέτρα», ένα κομμάτι μαρμάρου πάνω στο οποίο έριχναν σπονδές.
Πρόκειται για ένα οικοδόμημα που αποτελείται από ένα τετράγωνο κεντρικό τμήμα και δύο μικρότερα βόρεια και νότια. Η ανωδομή του κτιρίου πιθανόν αποτελούνταν από ωμές πλίθρες. Στην ανατολική του πλευρά υπήρχε ένα χαμηλό άνδηρο, το οποίο προοριζόταν πιθανότατα για τους θεατές, που παρακολουθούσαν τις τελετουργίες στο κύριο τμήμα του οικοδομήματος. Στο νότιο τμήμα του Κτίσματος με τους Ορθοστάτες και δυτικά του ανδήρου, αποκαλύφθηκε λάκκος θυσιών, ενώ λίγο βορειότερα του λάκκου ένα άνοιγμα στο έδαφος κατέβαινε σε μία «ιερή πέτρα», ένα κομμάτι μαρμάρου πάνω στο οποίο έριχναν σπονδές.
Πρόπυλο Πτολεμαίου Β
Στην απόληξη της Iεράς οδού, που συνέδεε το ιερό με την πόλη, βρίσκεται μεγαλοπρεπές Πρόπυλο, το οποίο αποτελεί αφιέρωμα του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο B' Φιλάδελφο στους Μεγάλους Θεούς.
Το Πρόπυλο κατασκευάστηκε ανάμεσα στο 285-281 π.Χ. από θασίτικο μάρμαρο. Πρόκειται για ένα μεγάλο, μαρμάρινο, ναόσχημο οικοδόμημα με εξάστυλη ιωνική κιονοστοιχία στην ανατολική πρόσοψη και κορινθιακή κιονοστοιχία στη δυτική πρόσοψη. Τις δύο ευρύχωρες στοές, που αποτελούσαν τη μνημειακή είσοδο, χώριζε ένας διπλός τοίχος με στενή σχετικά πύλη στο κέντρο, ο οποίος δημιουργούσε δύο στενούς ορθογώνιους χώρους βόρεια και νότια. Από το νότιο αυτό τμήμα του κτιρίου μία κλίμακα οδηγούσε στο υπερώο. Το Πρόπυλο φέρει αναθηματική επιγραφή στο επιστύλιο και στις δύο πλευρές του και ανάγλυφη ζωφόρο πάνω από το επιστύλιο, διακοσμημένη με εναλλασσόμενα βούκρανα, και ρόδακες.
Το οικοδόμημα έχει ανιδρυθεί στην κοίτη του ανατολικού χειμάρρου, γεγονός που κατέστησε απαραίτητη την κατασκευή μιας μεγάλης καμαροσκέπαστης σήραγγας, η οποία διασχίζει λοξά την υποδομή του Προπύλου και χρησίμευε στην απομάκρυνση των νερών.
Το Πρόπυλο κατασκευάστηκε ανάμεσα στο 285-281 π.Χ. από θασίτικο μάρμαρο. Πρόκειται για ένα μεγάλο, μαρμάρινο, ναόσχημο οικοδόμημα με εξάστυλη ιωνική κιονοστοιχία στην ανατολική πρόσοψη και κορινθιακή κιονοστοιχία στη δυτική πρόσοψη. Τις δύο ευρύχωρες στοές, που αποτελούσαν τη μνημειακή είσοδο, χώριζε ένας διπλός τοίχος με στενή σχετικά πύλη στο κέντρο, ο οποίος δημιουργούσε δύο στενούς ορθογώνιους χώρους βόρεια και νότια. Από το νότιο αυτό τμήμα του κτιρίου μία κλίμακα οδηγούσε στο υπερώο. Το Πρόπυλο φέρει αναθηματική επιγραφή στο επιστύλιο και στις δύο πλευρές του και ανάγλυφη ζωφόρο πάνω από το επιστύλιο, διακοσμημένη με εναλλασσόμενα βούκρανα, και ρόδακες.
Το οικοδόμημα έχει ανιδρυθεί στην κοίτη του ανατολικού χειμάρρου, γεγονός που κατέστησε απαραίτητη την κατασκευή μιας μεγάλης καμαροσκέπαστης σήραγγας, η οποία διασχίζει λοξά την υποδομή του Προπύλου και χρησίμευε στην απομάκρυνση των νερών.
Δωρική Θόλος
Πρόκειται για ένα πολύ μικρό, δωρικό κτίριο, το οποίο κατασκευάστηκε στο δεύτερο μισό, ίσως στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. και πιθανότατα αποτελούσε κενοτάφιο.
Η ανωδομή στο κατώτερο τμήμα της είχε τη μορφή ενιαίου τυμπάνου, ενώ το ανώτερο έφερε διάκοσμο από συμφυή δωρική κιονοστοιχία. Εσωτερικά, το δάπεδο του κτιρίου βρισκόταν κάτω από τρία σκαλοπάτια, από τα οποία τα δύο ανώτερα αντικαταστάθηκαν αργότερα με ένα πλινθόκτιστο θρανίο.
Σήμερα σώζονται υπολείμματα από τα θεμέλια, στα οποία έχουν γίνει επιχώσεις για λόγους προστασίας.
Η ανωδομή στο κατώτερο τμήμα της είχε τη μορφή ενιαίου τυμπάνου, ενώ το ανώτερο έφερε διάκοσμο από συμφυή δωρική κιονοστοιχία. Εσωτερικά, το δάπεδο του κτιρίου βρισκόταν κάτω από τρία σκαλοπάτια, από τα οποία τα δύο ανώτερα αντικαταστάθηκαν αργότερα με ένα πλινθόκτιστο θρανίο.
Σήμερα σώζονται υπολείμματα από τα θεμέλια, στα οποία έχουν γίνει επιχώσεις για λόγους προστασίας.
Νεώριο
Το Νεώριο είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο οικοδόμημα, μέσα στο οποίο βρισκόταν το αναθηματικό πλοίο, ίσως πολεμικό, που αφιέρωσε στο ιερό πιθανότατα ο Αντίγονος Γονατάς. Δύο μαρμάρινες θύρες στη βορινή μακριά πλευρά αποτελούσαν την είσοδο στο κτίριο. Το εσωτερικό του ήταν χωρισμένο σε δύο κλίτη από μια κιονοστοιχία πέντε κιόνων, οι οποίοι στήριζαν κιγκλίδωμα. Στο νότιο κλίτος υπήρχε μία σειρά από μαρμάρινα στηρίγματα, τα οποία κρατούσαν το πλοίο. Το Νεώριο χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 3ου αιώνα π.Χ. Δυτικά του Νεωρίου βρισκόταν ένα μικρότερο ορθογώνιο οικοδόμημα, το οποίο χρονολογείται στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια και στέγαζε πιθανότατα αγάλματα ή άλλα αφιερώματα.
Επιπλέον, δίπλα στο Νεώριο υπάρχει ένας ορθογώνιος χώρος εστίασης, με έντεκα κλίνες κατά μήκος των τοίχων και μωσαϊκό δάπεδο, το οποίο σήμερα είναι επιχωσμένο για προστασία. Η κατασκευή του χρονολογείται στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.
Ιερά Οδός
H προσπέλαση στο ιερό πιστεύεται πως γινόταν αρχικά από την δυτική πλευρά, βόρεια της δυτικής στοάς. Στο σημείο αυτό διατηρείται η απόληξη του παραλιακού δρόμου, που ένωνε τον χώρο του ιερού με τον όρμο του Δημητρίου. Στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους κτίστηκε μεγαλοπρεπές πρόπυλο στην ανατολική πλευρά του ιερού, στο σημείο όπου κατέληγε η Iερά οδός, που το ένωνε με την πόλη. Tμήμα της Iεράς οδού αποκαλύφθηκε και στο εσωτερικό του ιερού, δυτικά του οικοδομήματος που ανέθεσαν ο Φίλιππος Γ' Aρριδαίος και ο Aλέξανδρος ο Δ' και με κατεύθυνση προς το πρόπυλο του Tεμένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου