Το μινωϊκό ανάκτορο είναι ο κύριος επισκέψιμος χώρος της Κνωσού, σημαντικής πόλης κατά την αρχαιότητα, με συνεχή ζωή από τα νεολιθικά χρόνια έως τον 5ο αι. μ.Χ. Είναι χτισμένο στο λόφο της Κεφάλας, με εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα αλλά και στο εσωτερικό της Κρήτης. Κατά την παράδοση, υπήρξε η έδρα του σοφού βασιλιά Μίνωα. Συναρπαστικοί μύθοι, του Λαβύρινθου με το Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ικαρο, συνδέονται με το ανάκτορο της Κνωσού.
Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν το 1878 από τον Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινό. Ακολούθησαν οι ανασκαφές που διεξήγαγε ο Άγγλος Sir Arthur Evans (1900-1913 και 1922-1930) και που αποκάλυψαν ολόκληρο το ανάκτορο.
Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στο χώρο του ανακτόρου ανάγονται στη νεολιθική εποχή (7000-3000 π.Χ.). Η κατοίκηση συνεχίζεται στην προανακτορική περίοδο (3000-1900 π.Χ.), στο τέλος της οποίας ο χώρος ισοπεδώνεται για την ανέγερση ενός μεγάλου ανακτόρου. Το πρώτο αυτό ανάκτορο καταστρέφεται, πιθανότατα από σεισμό, το 1700 π.Χ. περίπου. Δεύτερο, μεγαλοπρεπέστερο ανάκτορο ανεγείρεται πάνω στα ερείπια του παλαιού. Μετά από μερική καταστροφή γύρω στο 1450 π.Χ., Μυκηναίοι εγκαθίστανται στην Κνωσό. Το ανάκτορο καταστρέφεται οριστικά περί το 1350 π.Χ. από μεγάλη πυρκαγιά. Ο χώρος που καλύπτει ξανακατοικείται από την ύστερη μυκηναϊκή περίοδο μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια.
Στο ανάκτορο της Κνωσού έχουν γίνει ευρείας έκτασης αναστηλώσεις από τον ανασκαφέα Sir Arthur Evans. Ηταν πολυόροφο και κάλυπτε έκταση 20.000 τ.μ. Εντύπωση προκαλούν η ποικιλία των δομικών υλικών, τα χρωματιστά κονιάματα, οι ορθομαρμαρώσεις και οι τοιχογραφίες που κοσμούν δωμάτια και διαδρόμους. Τις υψηλές τεχνικές γνώσεις των Μινωϊτών επιβεβαιώνουν πρωτότυπες αρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές επινοήσεις, όπως οι φωταγωγοί και τα πολύθυρα, η χρήση δοκαριών για ενίσχυση της τοιχοποιίας, καθώς και το σύνθετο αποχετευτικό και υδρευτικό δίκτυο.
Το ανάκτορο αναπτύσσεται γύρω από τη μεγάλη Κεντρική Αυλή, χώρο δημόσιων συγκεντρώσεων. Δεύτερη αυλή, η Δυτική, αποτελούσε την επίσημη πρόσβαση στο ανάκτορο αλλά και χώρο τελετουργιών.
Στη δυτική πτέρυγα εντάσσονται οι επίσημοι χώροι διοικητικών και θρησκευτικών δραστηριοτήτων: το Τριμερές Ιερό, τα Ιερά Θησαυροφυλάκια και οι Υπόστυλες Κρύπτες. Ξεχωρίζει η Αίθουσα του Θρόνου, με τη δεξαμενή καθαρμών και τον αλαβάστρινο θρόνο που πλαισιώνεται από θρανία. Στη νότια πτέρυγα σημαντικότεροι χώροι είναι το Νότιο Πρόπυλο, ο Διάδρομος της Πομπής και η Νότια Είσοδος με την τοιχογραφία του πρίγκηπα με τα Κρίνα. Στην ανατολική πτέρυγα εντάσσονται χώροι κατοίκησης και μεγάλες αίθουσες υποδοχής, με κυριότερες την Αίθουσα των Διπλών Πελέκεων και το Μέγαρο της Βασίλισσας. Σε αυτές οδηγεί το επιβλητικό μεγάλο Κλιμακοστάσιο.
Από τη Βόρεια Είσοδο γινόταν η επικοινωνία με το λιμάνι της Κνωσού. Η Βόρεια Είσοδος πλαισιώνεται από υπερυψωμένες στοές, από τις οποίες η δυτική κοσμείται με την τοιχογραφία του Κυνηγιού Ταύρου.
Μεγάλος λιθόστρωτος πομπικός δρόμος, ο Βασιλικός Δρόμος, οδηγούσε από το Μικρό Ανάκτορο και την πόλη στη βορειοδυτική γωνία του ανακτόρου, όπου διαμορφώνεται υπαίθριος θεατρικός χώρος.
Γύρω από το ανάκτορο εκτεινόταν ο μινωικός οικισμός και, στους λόφους, τα νεκροταφεία. Σημαντικά οικοδομήματα της ίδιας περιόδου είναι: η Νότια Οικία, η Οικία του ιερού Βήματος, το Μικρό Ανάκτορο, ο Ξενώνας, η Βασιλική Επαυλη και ο Τάφος-Ιερό. Από τη ρωμαϊκή Κνωσό σημαντικό οικοδόμημα είναι η Βίλλα του Διονύσου με ψηφιδωτά δάπεδα (2ος αι. μ.Χ.).
Τα πολυάριθμα, εξαιρετικής τέχνης, ευρήματα από το ανάκτορο, αγγεία, σκεύη, ειδώλια, το αρχείο πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής, καθώς και τα πρωτότυπα των τοιχογραφιών, φυλάσσονται στο Μουσείο Ηρακλείου.
Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν το 1878 από τον Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινό. Ακολούθησαν οι ανασκαφές που διεξήγαγε ο Άγγλος Sir Arthur Evans (1900-1913 και 1922-1930) και που αποκάλυψαν ολόκληρο το ανάκτορο.
Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στο χώρο του ανακτόρου ανάγονται στη νεολιθική εποχή (7000-3000 π.Χ.). Η κατοίκηση συνεχίζεται στην προανακτορική περίοδο (3000-1900 π.Χ.), στο τέλος της οποίας ο χώρος ισοπεδώνεται για την ανέγερση ενός μεγάλου ανακτόρου. Το πρώτο αυτό ανάκτορο καταστρέφεται, πιθανότατα από σεισμό, το 1700 π.Χ. περίπου. Δεύτερο, μεγαλοπρεπέστερο ανάκτορο ανεγείρεται πάνω στα ερείπια του παλαιού. Μετά από μερική καταστροφή γύρω στο 1450 π.Χ., Μυκηναίοι εγκαθίστανται στην Κνωσό. Το ανάκτορο καταστρέφεται οριστικά περί το 1350 π.Χ. από μεγάλη πυρκαγιά. Ο χώρος που καλύπτει ξανακατοικείται από την ύστερη μυκηναϊκή περίοδο μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια.
Στο ανάκτορο της Κνωσού έχουν γίνει ευρείας έκτασης αναστηλώσεις από τον ανασκαφέα Sir Arthur Evans. Ηταν πολυόροφο και κάλυπτε έκταση 20.000 τ.μ. Εντύπωση προκαλούν η ποικιλία των δομικών υλικών, τα χρωματιστά κονιάματα, οι ορθομαρμαρώσεις και οι τοιχογραφίες που κοσμούν δωμάτια και διαδρόμους. Τις υψηλές τεχνικές γνώσεις των Μινωϊτών επιβεβαιώνουν πρωτότυπες αρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές επινοήσεις, όπως οι φωταγωγοί και τα πολύθυρα, η χρήση δοκαριών για ενίσχυση της τοιχοποιίας, καθώς και το σύνθετο αποχετευτικό και υδρευτικό δίκτυο.
Το ανάκτορο αναπτύσσεται γύρω από τη μεγάλη Κεντρική Αυλή, χώρο δημόσιων συγκεντρώσεων. Δεύτερη αυλή, η Δυτική, αποτελούσε την επίσημη πρόσβαση στο ανάκτορο αλλά και χώρο τελετουργιών.
Στη δυτική πτέρυγα εντάσσονται οι επίσημοι χώροι διοικητικών και θρησκευτικών δραστηριοτήτων: το Τριμερές Ιερό, τα Ιερά Θησαυροφυλάκια και οι Υπόστυλες Κρύπτες. Ξεχωρίζει η Αίθουσα του Θρόνου, με τη δεξαμενή καθαρμών και τον αλαβάστρινο θρόνο που πλαισιώνεται από θρανία. Στη νότια πτέρυγα σημαντικότεροι χώροι είναι το Νότιο Πρόπυλο, ο Διάδρομος της Πομπής και η Νότια Είσοδος με την τοιχογραφία του πρίγκηπα με τα Κρίνα. Στην ανατολική πτέρυγα εντάσσονται χώροι κατοίκησης και μεγάλες αίθουσες υποδοχής, με κυριότερες την Αίθουσα των Διπλών Πελέκεων και το Μέγαρο της Βασίλισσας. Σε αυτές οδηγεί το επιβλητικό μεγάλο Κλιμακοστάσιο.
Από τη Βόρεια Είσοδο γινόταν η επικοινωνία με το λιμάνι της Κνωσού. Η Βόρεια Είσοδος πλαισιώνεται από υπερυψωμένες στοές, από τις οποίες η δυτική κοσμείται με την τοιχογραφία του Κυνηγιού Ταύρου.
Μεγάλος λιθόστρωτος πομπικός δρόμος, ο Βασιλικός Δρόμος, οδηγούσε από το Μικρό Ανάκτορο και την πόλη στη βορειοδυτική γωνία του ανακτόρου, όπου διαμορφώνεται υπαίθριος θεατρικός χώρος.
Γύρω από το ανάκτορο εκτεινόταν ο μινωικός οικισμός και, στους λόφους, τα νεκροταφεία. Σημαντικά οικοδομήματα της ίδιας περιόδου είναι: η Νότια Οικία, η Οικία του ιερού Βήματος, το Μικρό Ανάκτορο, ο Ξενώνας, η Βασιλική Επαυλη και ο Τάφος-Ιερό. Από τη ρωμαϊκή Κνωσό σημαντικό οικοδόμημα είναι η Βίλλα του Διονύσου με ψηφιδωτά δάπεδα (2ος αι. μ.Χ.).
Τα πολυάριθμα, εξαιρετικής τέχνης, ευρήματα από το ανάκτορο, αγγεία, σκεύη, ειδώλια, το αρχείο πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής, καθώς και τα πρωτότυπα των τοιχογραφιών, φυλάσσονται στο Μουσείο Ηρακλείου.
Ιστορία
To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 - 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή.
Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 - 2.000 κατοίκους.
Στην Εποχή του Χαλκού, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Ωστόσο, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του ανακτόρου καταστράφηκαν πολλά παλιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β΄ του 14ου αι. π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.
Στην Εποχή του Χαλκού, η οποία χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Ωστόσο, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του ανακτόρου καταστράφηκαν πολλά παλιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β΄ του 14ου αι. π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αι. π.X.), δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αι. π.X.) και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στο 1700 π.Χ. πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Η πόλη της Κνωσού αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.
Το 1450 π.Χ., μετά από μερική καταστροφή της Κνωσού, εγκαθίστανται στην πόλη Μυκηναίοι, χωρίς όμως να ξανακτίσουν τα ανάκτορα. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται λίγα λείψανα, τα περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη κατά την ελληνιστική περίοδο (ιερό Γλαύκου, ιερό Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η ''έπαυλη του Διονύσου'' με τα θαυμάσια ψηφιδωτά.
Στη βυζαντινή εποχή η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν ''Μακρύτοιχος'', παίρνοντας το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού.
Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από το Mίνωα Kαλοκαιρινό. Ο A. Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Στη βυζαντινή εποχή η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αι. μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν ''Μακρύτοιχος'', παίρνοντας το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού.
Η Κνωσός εντοπίστηκε το 1878 από το Mίνωα Kαλοκαιρινό. Ο A. Evans άρχισε συστηματικές ανασκαφές το 1900, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1931 με την ανακάλυψη του ανακτόρου, μεγάλου τμήματος της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Έκτοτε συνεχίζονται οι ανασκαφές στην ευρύτερη περιοχή της Kνωσού από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Περιγραφή
Τα αρχαία λείψανα της Κνωσού που εκτείνονται διάσπαρτα στην περιοχή της μαρτυρούν τη σπουδαιότητα του χώρου. Τα συγκροτήματα μνημείων που διατηρούνται σήμερα ανάγονται χρονολογικά στη νεοανακτορική περίοδο στην οποία ανήκει το δεύτερο ανάκτορο (1700 - 1450 π.Χ.) και διάφορα άλλα κτηριακά συγκροτήματα . Εκτός των λειψάνων της μινωικής εποχής σώζονται και ορισμένα μνημεία μεταγενέστερων εποχών αλλά και νεκροταφεία διαφόρων περιόδων, τα οποία αποδεικνύουν μια συνεχή κατοίκηση στην περιοχή της Κνωσού. Πρόκειται για ένα σημαντικό αρχαιολογικό χώρο διαμονής. Πέρα από το συγκρότημα του μινωικού ανακτόρου μπορεί σήμερα ο επισκέπτης να δει ιδιωτικές οικίες με πλούσιο εσωτερικό τοιχογραφημένο διάκοσμο, ορισμένα δημόσια κτήρια, αλλά και κάποια θρησκευτικά κέντρα. Από τη ρωμαϊκή εποχή σώζεται ιδιωτική ρωμαϊκή περίστυλη οικία με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα.
Ο νεολιθικός οικισμός βρέθηκε κάτω από την κεντρική αυλή του ανακτόρου και σε βάθος 7 μ., γεγονός που οφείλεται σε διαδοχικές εγκαταστάσεις (10 οικοδομικά στρώματα). Ο πρώτος οικισμός είχε ημιμόνιμο χαρακτήρα εγκατάστασης, ενώ σταδιακά αποκτά μόνιμο χαρακτήρα, καθώς τα σπίτια διαθέτουν λίθινη κρηπίδα και ανωδομή από πηλό. Ο οικισμός κατείχε πιθανόν έκταση τόση, όση και το μινωικό ανάκτορο. Ο οικισμός της προανακτορικής εποχής δε διατηρήθηκε σχεδόν καθόλου, καθώς καταστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από την κατασκευή του ανακτόρου.
Στην πρώτη περίοδο της Εποχής του Χαλκού με την εμφάνιση και επεξεργασία του μετάλλου του χαλκού παρατηρείται μια σταδιακή εξέλιξη και ανάπτυξη. Η οικονομική και πολιτική εξέλιξη οδηγεί γύρω στο 2000 π.Χ. στην ίδρυση του πρώτου ανακτόρου. Γύρω από την κεντρική αυλή αναπτύσσονται τέσσερις πτέρυγες με τα βασιλικά διαμερίσματα, εργαστήρια, ιερά, αποθήκες, θησαυροφυλάκια, την αίθουσα θρόνου και τις αίθουσες συμποσίων.
Σημαντικά στοιχεία της ραγδαίας ανάπτυξης δίνουν και τα υπόλοιπα κτηριακά συγκροτήματα της εποχής. Το "Μικρό Ανάκτορο" (17ος - 15ος αι. π.X.) βρίσκεται δυτικά του κυρίως ανακτόρου και έχει όλα τα ανακτορικά αρχιτεκτονικά στοιχεία (ξεστή τοιχοδομία, χώρους υποδοχής, περίστυλη αίθουσα, διπλό μέγαρο με πολύθυρα και δεξαμενή καθαρμών-ιερό). Η "Βασιλική Έπαυλη" (14ος αι. π.X.) βρίσκεται βορειοανατολικά του ανακτόρου. Παρουσιάζει έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και ίσως πρόκειται για κατοικία επιφανούς μέλους της αριστοκρατίας ή του ιεραρχείου. Χαρακτηριστικά στοιχεία της έπαυλης είναι τα πολύθυρα, η υπόστυλη κρύπτη με πεσσό και το διπλό κλιμακοστάσιο. Η "Οικία των Τοιχογραφιών" (15ος, 14ος - 12ος αιώνας π.X.) βρίσκεται βορειοδυτικά του Ανακτόρου. Πρόκειται για μικρού μεγέθους οικία αστικού τύπου με πλούσιο εσωτερικό τοιχογραφημένο διάκοσμο. Το "Καραβάν Σεράι" (Ξενώνας) βρίσκεται νότια του ανακτόρου και θεωρήθηκε χώρος υποδοχής και διαμονής επισκεπτών με αίθουσα που περιείχε τοιχογραφίες και λουτρό. Η "Ανεξερεύνητη Οικία" (14ος - 12ος αι. π.X.) βρίσκεται βορειοδυτικά του ανακτόρου και έχει ιδιωτικό-βιοτεχνικό χαρακτήρα. Ο "Βασιλικός Τάφος-Ιερό" βρίσκεται 600 μ. περίπου νότια του ανακτόρου. Φαίνεται ότι εδώ είχε ταφεί κάποιος από τους τελευταίους βασιλιάδες της Kνωσού (17ος - 14ος αι. π.X.). Χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι η είσοδος με αυλή, στοά και ένα μικρό προθάλαμο και υπόστυλη κρύπτη με δύο πεσσούς. Η "Οικία του Αρχιερέα" βρίσκεται 300 μ. νότια του Καραβάν-Σεράι. Εδώ βρέθηκε πέτρινος βωμός με δύο κίονες, τον οποίο πλαισίωναν βάσεις διπλών πελέκεων. Η "Νότια Οικία" (17ος - 15ος αι. π.X.) βρίσκεται νότια του ανακτόρου και πρόκειται για ιδιωτική αστική οικία, τριώροφη με δεξαμενή καθαρμών και υπόστυλη κρύπτη. Από τις μεταγενέστερες εποχές χαρακτηριστικό δείγμα μνημείου αποτελεί η "Έπαυλη του Διονύσου" (2ος αι. μ.X.), ιδιωτική ρωμαϊκή περίστυλη οικία με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα του ψηφοθέτου Aπολλιναρίου, που εικονίζουν το Διόνυσο.
Στην πρώτη περίοδο της Εποχής του Χαλκού με την εμφάνιση και επεξεργασία του μετάλλου του χαλκού παρατηρείται μια σταδιακή εξέλιξη και ανάπτυξη. Η οικονομική και πολιτική εξέλιξη οδηγεί γύρω στο 2000 π.Χ. στην ίδρυση του πρώτου ανακτόρου. Γύρω από την κεντρική αυλή αναπτύσσονται τέσσερις πτέρυγες με τα βασιλικά διαμερίσματα, εργαστήρια, ιερά, αποθήκες, θησαυροφυλάκια, την αίθουσα θρόνου και τις αίθουσες συμποσίων.
Σημαντικά στοιχεία της ραγδαίας ανάπτυξης δίνουν και τα υπόλοιπα κτηριακά συγκροτήματα της εποχής. Το "Μικρό Ανάκτορο" (17ος - 15ος αι. π.X.) βρίσκεται δυτικά του κυρίως ανακτόρου και έχει όλα τα ανακτορικά αρχιτεκτονικά στοιχεία (ξεστή τοιχοδομία, χώρους υποδοχής, περίστυλη αίθουσα, διπλό μέγαρο με πολύθυρα και δεξαμενή καθαρμών-ιερό). Η "Βασιλική Έπαυλη" (14ος αι. π.X.) βρίσκεται βορειοανατολικά του ανακτόρου. Παρουσιάζει έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και ίσως πρόκειται για κατοικία επιφανούς μέλους της αριστοκρατίας ή του ιεραρχείου. Χαρακτηριστικά στοιχεία της έπαυλης είναι τα πολύθυρα, η υπόστυλη κρύπτη με πεσσό και το διπλό κλιμακοστάσιο. Η "Οικία των Τοιχογραφιών" (15ος, 14ος - 12ος αιώνας π.X.) βρίσκεται βορειοδυτικά του Ανακτόρου. Πρόκειται για μικρού μεγέθους οικία αστικού τύπου με πλούσιο εσωτερικό τοιχογραφημένο διάκοσμο. Το "Καραβάν Σεράι" (Ξενώνας) βρίσκεται νότια του ανακτόρου και θεωρήθηκε χώρος υποδοχής και διαμονής επισκεπτών με αίθουσα που περιείχε τοιχογραφίες και λουτρό. Η "Ανεξερεύνητη Οικία" (14ος - 12ος αι. π.X.) βρίσκεται βορειοδυτικά του ανακτόρου και έχει ιδιωτικό-βιοτεχνικό χαρακτήρα. Ο "Βασιλικός Τάφος-Ιερό" βρίσκεται 600 μ. περίπου νότια του ανακτόρου. Φαίνεται ότι εδώ είχε ταφεί κάποιος από τους τελευταίους βασιλιάδες της Kνωσού (17ος - 14ος αι. π.X.). Χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι η είσοδος με αυλή, στοά και ένα μικρό προθάλαμο και υπόστυλη κρύπτη με δύο πεσσούς. Η "Οικία του Αρχιερέα" βρίσκεται 300 μ. νότια του Καραβάν-Σεράι. Εδώ βρέθηκε πέτρινος βωμός με δύο κίονες, τον οποίο πλαισίωναν βάσεις διπλών πελέκεων. Η "Νότια Οικία" (17ος - 15ος αι. π.X.) βρίσκεται νότια του ανακτόρου και πρόκειται για ιδιωτική αστική οικία, τριώροφη με δεξαμενή καθαρμών και υπόστυλη κρύπτη. Από τις μεταγενέστερες εποχές χαρακτηριστικό δείγμα μνημείου αποτελεί η "Έπαυλη του Διονύσου" (2ος αι. μ.X.), ιδιωτική ρωμαϊκή περίστυλη οικία με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα του ψηφοθέτου Aπολλιναρίου, που εικονίζουν το Διόνυσο.
Μνημεία
Ανάκτορο Kνωσού
Το Aνάκτορο της Kνωσού είναι το μεγαλύτερο από τα κέντρα της μινωικής εξουσίας. Πρόκειται για ένα κτιριακό συγκρότημα που αναπτύσσεται σε χώρο 22.000 τ.μ. Χτισμένο σ' ένα κατά μεγάλο ποσοστό τεχνητό λόφο ήταν το εντυπωσιακότερο από τα μινωικά ανάκτορα. Αποτελούσε το κέντρο διοίκησης της μινωικής Κνωσού, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Το πρώτο ανάκτορο κτίστηκε περίπου το 2000 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση το ανάκτορο της Κνωσού αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα.
Μικρό ανάκτορο Κνωσού
Η καινούργια εποχή που ξεκίνησε με την κατασκευή των νέων ανακτόρων στη μινωική Κρήτη αποδεικνύει τη οικονομική ευρωστία και την πολιτική ηρεμία, στην οποία βρισκόταν το νησί. Η Κνωσός αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα οικιστικής ανάπτυξης την περίοδο αυτό. Δεν επισκευάστηκε μόνο εκ νέου το ανάκτορο, το οποίο διακοσμήθηκε με εντυπωσιακές τοιχογραφίες, αλλά σε όλη την έκταση του ανακτόρου και της μινωικής πόλης κατασκευάστηκαν καινούργια συγκροτήματα, βασιλικές επαύλεις και μνημειακοί τάφοι.
Βασιλική έπαυλη Κνωσού
Σημαντικό μνημείο της Κνωσού με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή αποτελεί η λεγόμενη Βασιλική έπαυλη, η οποία βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του ανακτόρου. Παρουσιάζει έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και ίσως πρόκειται για κατοικία επιφανούς μέλους της αριστοκρατίας ή του ιεραρχείου. Χαρακτηριστικά στοιχεία της Έπαυλης είναι τα πολύθυρα, η υπόστυλη κρύπτη με πεσσό και το διπλό κλιμακοστάσιο. Κατασκευάστηκε σε μια τομή της πλαγιάς του λόφου, ενώ η πρόσοψή της έβλεπε ανατολικά στην κοιλάδα του Καιράτου ποταμού. Σώζεται το ισόγειο και έχει αναστηλωθεί μέρος του πρώτου ορόφου, ενώ υπήρχε και δέυτερος όροφος από πάνω.
Οικία των τοιχογραφιών στην Κνωσό
Γύρω από το ανάκτορο εκτεινόταν η πόλη της Κνωσού που περιμένει ακόμη να ανασκαφεί. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί μόνο επαύλεις ή κτήρια που θεωρήθηκαν κατοικίες αξιωματούχων, οι οποίοι πρέπει να είχαν άμεση σχέση με το ανάκτορο. Η οικία των τοιχογραφιών βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του ανακτόρου της Κνωσού, στη νότια πλευρά του βασιλικού δρόμου. Είναι ένα μικρό και απλό σε αρχιτεκτονική μορφή κτήριο, που βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση κακής διατήρησης, αλλά εντυπωσιάζει με τις τοιχογραφίες που βρέθηκαν εκεί. Χρονολογείται τον 15ο - 12ο αι. π.X. και πρόκειται για μικρού μεγέθους οικία αστικού τύπου με πλούσιο εσωτερικό τοιχογραφημένο διάκοσμο.
Νότια Οικία Κνωσού
Η λεγόμενη ''Νότια Οικία'' αποτελεί ακόμη ένα δείγμα μινωικής αρχιτεκτονικής, έπαυλη κάποιου μινωίτη ιδιώτη. Πρόκειται για ιδιωτική αστική οικία, τριώροφη με δεξαμενή καθαρμών και υπόστυλη κρύπτη. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του μεγάλου ανακτόρου της Κνωσού. Από τα ανασκαφικά ευρήματα συμπεραίνεται ότι η οικία κατασκευάστηκε μετά την καταστροφή του σεισμού το 1600 π.Χ., καθώς ο δυτικός τοίχος της θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια της Βαθμιδωτής Στοάς η οποία πριν από το σεισμό οδηγούσε στη νοτιοδυτική είσοδο του ανακτόρου. Έχει εν μέρει αναστηλωθεί.
Η κατασκευή του τοποθετείται χρονολογικά στη Μεσομινωική ΙΙΙΒ περίοδο (1850 - 1700/1650 π.Χ.) και έπειτα από μερική καταστροφή επισκευάστηκε στη Ύστερη Μινωική ΙΑ περίοδο (1600/1580 - 1480 π.Χ.). Ο μνημειακός αυτός τάφος διαθέτει δύο ορόφους. Ο κάτω όροφος περιελάμβανε τον θαλαμωτό τάφο, έναν ορθογώνιο νεκρικό θάλαμο με έναν κεντρικό πεσσό. Εντυπωσιάζει η λαυξετή του τοιχοδομία
Ανεξερεύνητη Οικία Κνωσού
Ένα ακόμη δείγμα μινωικής αρχιτεκτονικής αποτελεί η λεγόμενη ''Ανεξερεύνητη Οικία'', η οποία ονομάστηκε έτσι από τον Evans, γιατί ο ίδιος είχε αποκαλύψει μόνο την ανατολική της πρόσοψη. Η συγκεκριμένη οικία βρίσκεται βορειοδυτικά του μεγάλου ανακτόρου και ακριβώς πίσω από το Μικρό ανάκτορο της Κνωσού. Έχει ιδιωτικό-βιοτεχνικό χαρακτήρα, όπως συμπεραίνεται από τα ανασκαφικά ευρήματα. Σήμερα, το συγκρότημα αυτό έχει εξ ολοκλήρου ανασκαφεί.
Ξενώνας Κνωσού
Ακολουθώντας κανείς το δημόσιο δρόμο Ηρακλείου-Κνωσού προς τα νότια, προσπερνά το μεγάλο ανάκτορο και φτάνει σε ένα σημείο, όπου βρίσκεται ένα ακόμη σημαντικό μνημείο της Κνωσού, ο Ξενώνας ή το Καραβάν Σεράι, όπως χαρακτηριστικά το ονόμασε ο Evans. Το συγκεκριμένο κτίσμα θεωρήθηκε χώρος υποδοχής και διαμονής επισκεπτών με αίθουσα που περιείχε τοιχογραφίες και λουτρό, λόγω των ευρημάτων που βρέθηκαν εκεί (κομμάτια από πήλινες μπανιέρες).
Βασιλικός Τάφος-Ιερό
Ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Κρήτης και το τελευταίο που αποκάλυψε ο Evans κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του βρίσκεται 600 μ. περίπου νότια του μεγάλου ανακτόρου. Eπικοινωνούσε με την Oικία του Aρχιερέα με πλακόστρωτο δρόμο. Φαίνεται ότι εδώ είχε ταφεί κάποιος από τους τελευταίους βασιλιάδες της Kνωσού (17ος - 14ος αι. π.X.). Xαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία του είναι η είσοδος με αυλή, στοά με ένα μικρό προθάλαμο και υπόστυλη κρύπτη με δύο πεσσούς. Είναι διώροφος με ταφικό θάλαμο που είναι σκαλισμένος στο βράχο. Ο επάνω όροφος πιστεύεται ότι χρησίμευε σαν ιερό για τη λατρεία των νεκρών. Η κατασκευή του τοποθετείται χρονολογικά στη Μεσομινωική ΙΙΙΒ περίοδο (1850 - 1700/1650 π.Χ.) και έπειτα από μερική καταστροφή επισκευάστηκε στη Ύστερη Μινωική ΙΑ περίοδο (1600/1580 - 1480 π.Χ.). Ο μνημειακός αυτός τάφος διαθέτει δύο ορόφους. Ο κάτω όροφος περιελάμβανε τον θαλαμωτό τάφο, έναν ορθογώνιο νεκρικό θάλαμο με έναν κεντρικό πεσσό. Εντυπωσιάζει η λαυξετή του τοιχοδομία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου