Ἀετὸς <τὰ πτερὰ τιλθείς> καὶ ἀλώπηξ.
Ποτὲ ἀετὸς ἑάλω ὑπ᾿ ἀνθρώπου. Τούτου δὲ τὰ πτερὰ ὁ ἄνθρωπος κόψας ἀφῆκε μετὰ τῶν ὀρνίθων ἐν οἴκῳ εἶναι. Ὀ δὲ ἦν κατηφὴς καὶ οὐδεν ἤσθιεν ἐκ τῆς λύπης. ὅμοιος δὲ ἦν βασιλεῖ δεσμώτῃ. Ἕτερος δὲ τις τοῦτον ὠνησάμενος καὶ τὰ πτερὰ ἀνασπάσας καὶ μύρῳ χρίσας ἐποίησε πτερῶσαι. Ὁ δὲ πετασθεὶς καὶ τοῖς ὄνυξι λαγωὸν ἁρπάσας ἤνεγκεν αὐτῷ δῶρον. Ἀλώπηξ δὲ ἰδοῦσα εἶπεν «Μὴ τούτῳ δίδου, ἀλλὰ τῷ πρώτῳ, ὅτι ὁ μὲν φύσει ἀγαθός ἐστιν. Ἐκεῖνον δὲ μᾶλλον ἐξευμενίζου, μή πως πάλιν λαβών σε τῶν πτερῶν ἐρημώσῃ. Ὅτι δεῖ χρηστὰς ἀμοιβὰς τοῖς εὐεργέταις παρέχειν, τοὺς πονηροὺς δὲ φρονίμως τροποῦσθαι.
Ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους ποιησάμενοι πλησίον ἑαυτῶν οἰκεῖν διέγνωσαν, βεβάωσιν φιλίας τὴν συνήθειαν ποιούμενοι. Καὶ δὴ ὁ μὲν ἀναβὰς ἐπί τι περίμηκες δένδρον ἐνεοττοποιήσατο· ἡ δὲ εἰσελθοῦσα εἰς τὸν ὑποκείμενον θάμνον ἔτεκεν. Ἐξελθούσης δὲ αὐτῆς ποτε ἐπὶ νομήν, ὁ ἀετός, ἀπορῶν τροφῆς, καταπτὰς εἰς τὸν θάμνον καὶ τὰ γενήματα ἀναρπάσας, μετὰ τῶν ἑαυτοῦ νεοττῶν κατεθοινήσατο. Ἡ δὲ ἀλώπηξ ἐπανελθοῦσα, ὡς ἔγνω τὸ πραχθέν, οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τῷ τῶν νεοττῶν θανάτῳ ἐλυπήθη ὅσον ἐπὶ τῇ ἀμύνῃ· χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει. Διόπερ πόῤῥωθεν στᾶσα, ὃ μόνον τοῖς ἀδυνάτοις καὶ ἀσθενέσιν ὑπολείπεται, τῷ ἐχθρῷ κατηρᾶτο. Συνέβη δ' αὐτῷ τῆς εἰς τὴν φιλίαν ἀσεβείας οὐκ εἰς μακρὰν δίκην ὑποσχεῖν· θυόντων γάρ τινων αἶγα ἐπ' ἀγροῦ, καταπτὰς ἀπὸ τοῦ βωμοῦ σπλάγχνον ἔμπυρον ἀνήνεγκεν· οὗ κομισθέντος ἐπὶ τὴν καλιάν, σφοδρὸς ἐμπεσὼν ἄνεμος ἐκ λεπτοῦ καὶ παλαιοῦ κάρφους λαμπρὰν φλόγα ἀνῆψε. Καὶ διὰ τοῦτο καταφλεχθέντες οἱ νεοττοὶ καὶ γὰρ ἦσαν ἔτι ἀτελεῖς οἱ πτηνοί ἐπὶ τὴν γῆν κατέπεσον. Καὶ ἡ ἀλώπηξ προσδραμοῦσα ἐν ὄψει τοῦ ἀετοῦ πάντας αὐτοὺς κατέφαγεν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ φιλίαν παρασπονδοῦντες, κἂν τὴν τῶν ἠδικημένων ἐκφύγωσι κόλασιν δι' ἀσθένειαν, ἀλλ' οὖν γε τὴν ἐκ θεοῦ τιμωρίαν οὐ διακρούονται.
Στα νέα Ελληνικά
- Μιά αλεπού κ ένας αετός κατοικούσαν κοντά κοντά, κ σκέφτηκαν να συνάψουν επίσημη συμμαχία, όπως έκαμναν οι άνθρωποι με όρκο, για να βοηθά ο ένας τον άλλο. Αφού λοιπόν συνήψαν επίσημα φιλία, ο αετός έκανε φωλιά πάνω σε ένα δέντρο, κ στο ίδιο δέντρο απο κάτω σε έναν θάμνο μέσα η αλεπού έκανε τη δικήτης φωλιά, κ ζούσαν μαζί ώς φίλοι ο αετός με την αλεπού.
Μιά φορά, ο αετός δέν είχε κάτι άλλο να φάει, οπότε άρπαξε τα νεογέννητα αλεπουδάκια κ τα έφαγε μαζί με τα αετόπουλάτου. Η αλεπού εκείνη την ώρα έλειπε ψάχνοντας για τροφή· επέστρεψε, κ τί να δεί, έλειπαν τα αλεπουδάκια. Κατάλαβε τί συνέβη: ο αετός αντί να τα προστατέψει, τα έφαγε. Δέν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα, παρα μόνο πήγε στάθηκε μακριά κ καταράστηκε τον αετό. Λίγο αργότερα συνέβη το εξής: κάπου σε έναν αγρό θυσιάζανε μιά κατσίκα· οι αρχαίοι στις θυσίεςτους προσέφεραν κάποια καλά κομμάτια απο το κρέας των θυσιαζόμενων ζώων στη φωτιά να αποτεφρωθούν, έτσι να τα φάει η φωτιά κ μέσω της φωτιάς η τιμώμενη θεότητα. Αυτά τα κομμάτια που δίνονταν στη φωτιά λεγόνταν στα αρχαία θυηλαί. Μιά θυηλή λοιπόν που καιγόταν άρπαξε ο αετός, δέν είχε καεί ακόμα, αλλα σε κάποιο μέρος του κρέατος υπέβοσκε φωτιά. Φέρνει ο αετός αυτό το κομμάτι στη φωλιάτου να το φάει με τα αετόπουλάτου. Απο τη φωτιά όμως που υπέβοσκε στο κρέας, φύσηξε ένας δυνατός άνεμος κ απλώθηκε η φωτιά στα φρύγανα κ ξερόκλαδα της φωλιάς, η οποία κάηκε κ τα αετοπουλάκια, απτέρωτα ακόμη, πέσανε στη γή, τα άρπαξε τότε η αλεπού κ τα έφαγε μπροστά στα μάτια του αετού.
- Πολλές φορές βλέπουμε οτι ο αδύνατος δέν μπορεί να υπερασπισθεί το δίκιοτου, ωστόσο η δίκαιη κατάρατου εισακούγεται.
THE MORAL. God reserves to himself the Punishment of faithless and oppressing Governors, and the vindication of his own Worship and Altars.
Townsend's translation (1887)
The Eagle and the Fox
The Eagle and the Fox
An Eagle and a Fox formed an intimate friendship and decided to live near each other. The Eagle built her nest in the branches of a tall tree, while the Fox crept into the underwood and there produced her young. Not long after they had agreed upon this plan, the Eagle, being in want of provision for her young ones, swooped down while the Fox was out, seized upon one of the little cubs, and feasted herself and her brood. The Fox on her return, discovered what had happened, but was less grieved for the death of her young than for her inability to avenge them. A just retribution, however, quickly fell upon the Eagle. While hovering near an altar, on which some villagers were sacrificing a goat, she suddenly seized a piece of the flesh, and carried it, along with a burning cinder, to her nest. A strong breeze soon fanned the spark into a flame, and the eaglets, as yet unfledged and helpless, were roasted in their nest and dropped down dead at the bottom of the tree. There, in the sight of the Eagle, the Fox gobbled them up.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου