MythologyMythologyDocumentariesFestivalspersonswarsBeutiful HellasArtFun

31.10.16

ΗΜΕΡΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ


Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης… Τι επιρροές δέχθηκαν; Πού συναντούν ο ένας τον άλλον; Πού διαφοροποιούνται; Η διαδοχή της σκέψης στον πιο σημαντικό αιώνα της παγκόσμιας φιλοσοφίας. Σε αυτόν τον κύκλο, θα φιλοσοφήσουμε με τους κλασικούς μας Φιλοσόφους: θα θέσουμε συγκεκριμένα ερωτήματα, θα προβληματιστούμε και θα αναζητήσουμε απαντήσεις. Σε τρεις συναντήσεις, θα εξετάσουμε συνδυαστικά τη φιλοσοφία τους σχετικά με την ευτυχία, την ηθική, τη γνώση, την ψυχή, το θεό.

Μια εβδομάδα πριν από κάθε συνεδρίαση και με σκοπό την καλύτερη προετοιμασία όσων το επιθυμούν, θα αποστέλλεται ηλεκτρονικά στους συμμετέχοντες το σχετικό υλικό (κυρίως, αποσπάσματα των φιλοσοφικών έργων και τα αντίστοιχα ερωτήματα).
ΗΘΙΚΗ – 23 Νοεμβρίου 2016
Ποια είναι η ουσία της ηθικής; Τι είναι η ευτυχία; Μπορούμε να τη βρούμε; Eάν ναι, πώς; Τι είναι η αρετή; Μπορεί να διδαχθεί; Τι είναι ο Πλατωνικός Έρως; Πώς πρέπει να ζούμε;
ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ – 30 Νοεμβρίου 2016
Τι είναι η γνώση; Από πού πηγάζει; Τι είναι αλήθεια; Υπάρχει αληθής γνώση και απόλυτη αλήθεια; Γνώθι σ’αυτόν – γνωρίζουμε πράγματι τον εαυτό μας; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι αυτό;
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ – 7 Δεκεμβρίου 2016
Υπάρχει ψυχή; Τι είναι; Ακολουθεί την πορεία του φυσικού μας σώματος ή είναι αθάνατη; Πόσο υπεύθυνοι είμαστε για την τύχη μας;  Επαναγεννιόμαστε; Υπάρχουν θεοί / θεός; Ποιος ο ρόλος τους στη ζωή μας;


Πηγή
http://www.elnet.ga

Jupiter Pluvius, ancient Greek city of Lebadeia, 1819, Joseph Gandy


Το κολοσσιαίο άγαλμα του Δία στην αρχαία ελληνική πόλη της Λειβαδειάς - του Ιωσήφ Γκάντυ 1819 Γκαλερί Τέιτ, Λονδίνο

The colossal statue of Jupiter Pluvius in the ancient Greek city of Lebadeia - by Joseph Gandy 1819 Tate gallery, London

Η Μεγαλοπρεπής Είσοδος Για Τον Νεκρό Ήρωα Της Αμφίπολης


Η δίστυλος εν παραστάσι είσοδος. Με γκρίζο, όσα μαρμάρινα τμήματά της έχουν ταυτιστεί: ακρωτήρια από τη στέγη, το ιωνικό γείσο, κομμάτι επιστυλίου, ένα επίκρανο, τμήματα από τις παραστάδες και από το μαρμάρινο περιθύρωμα. Στο αέτωμα υπάρχουν έξεργα γλυπτά και συμφυή με το τύμπανο.


Νέα στοιχεία και ταυτίσεις της ανασκαφικής ομάδας αποτυπώνουν μια εικόνα εντυπωσιακή για το αρχιτεκτονικό σύνολο, που προκαλούσε δέος στα υστεροκλασικά χρόνια.



Νέα κομμάτια του πολύπλοκου - και έμφορτου αμφισβητήσεων - παζλ που συνθέτει την ανασκαφή στην Αμφίπολη έρχονται να προσδώσουν μία ακόμα πιο εντυπωσιακή εικόνα του λόφου Καστά. Δεν είναι μόνο ο λέοντας πάνω στο επιβλητικό βάθρο στην κορυφή του Τύμβου της Αμφίπολης και ο περίβολος του μισού χιλιομέτρου που προκαλούσε δέος.

Τεραστίου μεγέθους, με γλυπτές συνθέσεις και πλούσιο εναέτιο διάκοσμο ήταν και η εξωτερική πρόσοψη του ταφικού μνημείου, όπως αποκαλύπτει στο «Βήμα» ο αρχιτέκτονας της ανασκαφής στον Τύμβο Καστά, κ. Μιχάλης Λεφαντζής. Πρόκειται για το περίφημο δίστυλο εν παραστάσι, μπροστά από τις Σφίγγες και τα σκαλοπάτια της εισόδου του τάφου, το οποίο έφτανε ως τον περίβολο, ήταν σε κοινή θέα και αποτελούσε μεγαλοπρεπή κατασκευή όσο λειτουργούσε το ταφικό μνημείο ως ηρώο.

Παράλληλα, ύστερα από έρευνα της ανασκαφικής ομάδας καταδεικνύεται ότι μάρμαρα που ανήκουν στο μνημειακό σύνολο του Τύμβου Καστά της Αμφίπολης έχουν μεταφερθεί, από τον 19ο αιώνα, σε αρχαιολογικές συλλογές στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, από την Ευρώπη ως την Αμερική. Οι ανασκαφείς βρήκαν και ταύτισαν σε τρία μουσεία του εξωτερικού - Λούβρο, Κωνσταντινούπολης και Γκετί - ένδεκα τμήματα μαρμάρινων γλυπτών, τα οποία στην αρχαιότητα ανήκαν σε κατασκευές που υπήρχαν πάνω στον λόφο Καστά και συνδέονται με το ταφικό μνημείο της Αμφίπολης!

Το ηρώον και οι επεμβάσεις



Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία εντός και εντός του ταφικού μνημείου αλλά και τα νέα δεδομένα αποτυπώνουν, σύμφωνα με τον κ. Λεφαντζή, την εικόνα της αρχικής χρήσης του λατρευτικού χώρου ως ηρώου προς τιμήν ενός υψηλά ισταμένου αξιωματούχου της Μακεδονίας και ως χρηστηρίου, σχεδιασμένου να λειτουργείται από μια σημαντική ιέρεια, διαθέτοντας δευτερογενείς τελετουργικές ταφές με σκοπό τη χρησμοδοσία. Όλα συνηγορούν ότι μετά τη ρίψη του σώματος της 60χρονης γυναίκας στην κιβωτιόσχημη θήκη έγινε επίχωση και σφράγιση του νεκρικού θαλάμου με τη μαρμάρινη θύρα. Οι λατρευτικές δραστηριότητες του χώρου με την κιβωτιόσχημη θήκη μεταφέρθηκαν πιο μπροστά στους προηγούμενους θαλάμους. Και είναι φανερές οι οικοδομικές επεμβάσεις που έγιναν.

Παράλληλα, όπως επισημαίνει ο κ. Λεφαντζής, η γραπτή ζωφόρος, στην οποία πρωταγωνιστούν δελφικοί τρίποδες ανάμεσα στις άλλες σκηνές, είναι η σημαντικότερη μαρτυρία αυτής της ιστορικής επέμβασης υποδηλώνοντας και την αρχική χρήση του λατρευτικού αυτού χώρου ως ηρώου και χρηστηρίου.

Κατά τους μελετητές, ενισχύονται τα στοιχεία που συνηγορούν στο ότι το ταφικό μνημείο κατασκευάστηκε, τουλάχιστον αρχικά, ως ηρώον το τελευταίο τέταρτο του 4ου π.Χ. αιώνα και ακολούθησαν μεταλλαγές στη χρήση, όπως δείχνει μεταξύ άλλων η αρχιτεκτονική διερεύνηση του χώρου.

Ταυτόχρονα, δεν θεωρούν τυχαίο ότι έχουν κοινά θέματα (νεκρόδειπνο, ιεροθέσιο κ.ά.) οι παραστάσεις που είναι αποτυπωμένες στην ανάγλυφη ζωφόρο του βάθρου του λέοντα, ψηλά στον Τύμβο, στα μαρμάρινα τμήματα του διστύλου εν παραστάσι (εξωτερική πρόσοψη του τάφου) και στη ζωγραφισμένη ζώνη (θριγκός / γραπτή ζωφόρος) εντός του τρίτου χώρου του τάφου.

Παραστάσεις και μοτίβα

Αυτό, κατά την ανασκαφική ομάδα, καταδεικνύει τη σχέση των κατασκευών εξωτερικά με τον τάφο εσωτερικά. Εκτιμάται ότι η γραπτή ζωφόρος στο εσωτερικό του τάφου έχει σημείο αναφοράς τις παραστάσεις του βάθρου του λέοντα που είναι προγενέστερες. Κρίσιμη θεωρείται η βασική διαφοροποίηση των παραστάσεων της γραπτής ζωφόρου εντός του ταφικού μνημείου από τις άλλες, που είναι κυρίως οι δελφικοί τρίποδες. Επαναλαμβάνονται στη ζώνη με τις παραστάσεις που περιτρέχουν ψηλά τους τοίχους του τρίτου χώρου του ταφικού μνημείου, πίσω από τις κόρες.

Οι τρίποδες κυριαρχούν και «αντικαθιστούν» ουσιαστικά το μοτίβο του δέντρου με το φίδι που συναντάται αφενός στη ζωφόρο του βάθρου του λέοντα, το οποίο ήταν στην κορυφή του τύμβου, και σε στήλη που βρέθηκε εκτός του ταφικού μνημείου και υπήρχε στο δάπεδο του νεκρικού θαλάμου.

Το ζωγράφισμα συνδέεται με τη μεταλλαγή της χρήσης του χώρου, που γίνεται μετά τη ρίψη του γυναικείου σκελετού στην κιβωτιόσχημη θήκη, στην οποία έχουν βρεθεί τεφροδόχος και σκελετικά λείψανα δευτερογενών ταφών... Συναρτάται με τις οικοδομικές επεμβάσεις στον χώρο και, ως φαίνεται, κυριαρχούν παραστάσεις εξευμενισμού προς νεκρούς του μνημείου όσο λειτουργούσε ως ηρώο και επέρχονται κάποιες διαφοροποιήσεις στο ιεροθέσιο.

Δέος στους υστεροκλασικούς

Τι έχει προκύψει από τη μελέτη των στοιχείων και την έρευνα που οδήγησε σε ταυτίσεις και αποδόσεις θραυσμάτων και τμημάτων αρχιτεκτονικών μελών και μαρμάρινων γλυπτών; Εντυπωσιακά είναι τα δεδομένα για το εξωτερικό κέλυφος του πρώτου χώρου του τάφου (με τις Σφίγγες και τη μνημειώδη σκάλα). Καλυπτόταν από δίριχτη στέγη στους αρχαίους χρόνους και είχε μαρμάρινη πρόσοψη δίστυλη εν παραστάσι, η οποία εδραζόταν στη στέψη του περιβόλου και είχε μαρμάρινο περιθύρωμα.

Η πρόσοψη είχε πλάτος έξι μέτρων και ύψος που έφτανε τα εννέα μέτρα, δηλαδή ήταν υψηλότερη κατά ένα μέτρο από την κορυφή της καμάρας του τάφου. Η αρχιτεκτονική μελέτη έδειξε ότι η κυρτότητα του περιβόλου δεν δημιουργούσε πρόβλημα και η πρόσοψη φαινόταν ευθεία, προκαλώντας δέος στο βλέμμα του ανθρώπου της εποχής, στα υστεροκλασικά χρόνια.

«Μιλά» το δίστυλο εν παραστάσι

Σιγά-σιγά η ανασκαφική ομάδα, με επικεφαλής την κυρία Περιστέρη, ξετυλίγει το κουβάρι. Τον περασμένο Μάρτιο έγινε γνωστό ότι κομμάτι ξυλάνθρακα στην επίχωση του τάφου, εξωτερικά ψηλά δίπλα στην καμάρα, το οποίο εξέτασαν με σύγχρονες μεθόδους οι ειδικοί γεωλόγοι και γεωφυσικοί της ανασκαφικής ομάδας (κ.κ. Γ. Συρίδης, Σ. Παυλίδης, Α. Χατζηπέτρος, Γρ. Τσόκας) χρονολογεί την κατασκευή στο δεύτερο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα. Οπως εξηγεί ο κ. Λεφαντζής, αφορά τα ίχνη από τις ξύλινες δοκούς και τεγίδες της στέγης του διστύλου εν παραστάσι, σε επαφή με την εξωτερική πλευρά της καμάρας, που μελετώνται ως υλικό.

Αναφορικά με τα μαρμάρινα τμήματα του διστύλου εν παραστάσι, έχουν ταυτιστεί ακρωτήρια από τη στέγη, το ιωνικό γείσο, κομμάτι επιστυλίου, ένα επίκρανο, τμήματα από τις παραστάδες και από το μαρμάρινο περιθύρωμα. Στο αέτωμα υπάρχουν έξεργα γλυπτά και συμφυή με το τύμπανο. Στις ανάγλυφες παραστάσεις του διστύλου εν παραστάσι υπάρχουν μεταξύ άλλων θεοί και θεές, νίκες, νύμφες κ.ά.



Είναι πλούσιο το γλυπτό εναέτιο, ενώ έχουν εντοπιστεί και ημικίονες. Τα μισά έχουν ανασκαφεί από τον ίδιο τον Δημήτρη Λαζαρίδη και τα είχε βρει κοντά στον τάφο 3, νότια του ταφικού μνημείου του Τύμβου Καστά. Είναι χαρακτηριστικό ότι σώζεται μαρμάρινο ιωνικό γείσο το οποίο κόβεται «άδοξα» και το υπόλοιπο είναι άπεργο - όπως λέει ο κ. Λεφαντζής, αυτό γίνεται ακριβώς γιατί από εκεί ξεκινά το χώμα.

Επίσης έχει μελετηθεί ο τρόπος έδρασης των παραστάδων, καθώς, για παράδειγμα, τα γείσα του περιβόλου έχουν εσοχές και τόρμους μολυβδοχόησης για την τοποθέτηση της κρηπίδας του διστύλου εν παραστάσι.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εξωτερικός πρόδομος του τάφου, το δίστυλο εν παραστάσι, εδραζόταν πάνω στον περίβολο, ο οποίος δεν είχε άνοιγμα - η μη ύπαρξη πόρτας στον περίβολο, σύμφωνα με την ανασκαφική ομάδα, είναι δηλωτικό της εποχής κατασκευής του κατά τα υστεροκλασικά χρόνια.

Ο μακεδονικός χαρακτήρας

Κατά τον κ. Λεφαντζή, το ταφικό μνημείο με πολυετή λατρευτική χρήση «έχει τυπικά χαρακτηριστικά λατρευτικού χώρου της εποχής του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα». Παρατηρεί ότι «υπάρχουν συγκριτικά παραδείγματα στη Μικρά Ασία και στη Μέση Ανατολή, αλλά στο μνημείο του Τύμβου Καστά είναι κυρίαρχος ο μακεδονικός χαρακτήρας».

Είναι ενδεικτικό ότι στη μαρμάρινη ανάγλυφη ζωφόρο στη βάση του βάθρου επί του οποίου ήταν ο λέοντας αποτυπώνεται παράσταση χαρακτηριστική μακεδονικής εικονογραφίας με μακεδόνες στρατιώτες, σάρισες, ασπίδες, μακεδονικό κράνος, δέντρο με φίδι τυλιγμένο γύρω του. Κομμάτια αναπαριστούν νεκρική πομπή, ενώ έχει βρεθεί τμήμα μαρμάρου με πόδια αλόγου σε κίνηση.

Επιχειρούνται επίσης ταυτίσεις και αποδόσεις με κομμάτια που παραπέμπουν σε υψηλόβαθμο Μακεδόνα, ο οποίος στο ένα χέρι κρατά φιάλη αναμένοντας σπονδή και στο άλλο χέρι ανεστραμμένο ξίφος, του οποίου η θήκη (ο κολεός) έχει μανιταρόσχημη απόληξη και η λαβή του είναι κυρτή - αυτά, σύμφωνα με ειδικούς, αποτελούν ισχυρά στοιχεία χρονολόγησης.

Παράλληλα, διερευνώνται και συνδέσεις με τον ήρωα-ιππέα που συναντάται στον χώρο της Μακεδονίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η ανασκαφική ομάδα προχωρεί σε συγκρίσεις με την παράσταση του αναθηματικού αναγλύφου από την Πέλλα της εποχής του Κασσάνδρου, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΗΦΑΙΣΤΙΩΝΙ ΗΡΩΙ), όπου ο ήρωας εικονίζεται σε αυτήν ως νεαρός ιππέας ενώ δίπλα του γυναίκα σπένδει.

Το βόρειο τείχος του μνημείου

Μια ρηξικέλευθη πρόταση-μελέτη από τον αρχιτέκτονα της ανασκαφικής ομάδας αφορά το βόρειο τείχος της Αμφίπολης και τον Τύμβο Καστά. Ο κ. Λεφαντζής, πριν από δύο εβδομάδες, σε ανακοίνωσή του σε συνέδριο στη Ρωσία παρουσίασε στοιχεία βάσει των οποίων κομμάτια πωρόλιθου αφαιρέθηκαν από το βόρειο τείχος της Αμφίπολης και χρησιμοποιήθηκαν ως υλικό για τον περίβολο. Όπως σημείωσε κατά την παρουσίαση, τα κομμάτια που λείπουν από το βόρειο τείχος έχουν περίμετρο 498 μέτρα, όσο ακριβώς είναι και η περίμετρος του Τύμβου Καστά (επάνω σε αυτούς τους πωρόλιθους τοποθετήθηκαν τα κομμάτια του θασίστικου μαρμάρου του περιβόλου). Κατά τον κ. Λεφαντζή, επειδή αφαιρέθηκε το βορειότερο τμήμα του τείχους, μπροστά από τη λίμνη, ήταν χαμηλότερο στο σημείο αυτό και χρειάστηκε να γίνουν επιχώσεις, συμπληρώσεις χωμάτων και επισκευές μετά την αφαίρεση των πώρινων μελών.

Η κατασκευή του τείχους έχει χρονολογηθεί στα 437 π.Χ. (τέλος 5ου π.X.). Οπως όμως επισημαίνει, και οι επισκευές και οι συμπληρώσεις των χωμάτων στο βόρειο τείχος έχουν χρονολογηθεί με νομίσματα και κεραμική στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα από την αρχαιολόγο κυρία Χάιδω Κουκούλη-Χρυσανθάκη.

Πάντως, για πολλούς είναι γαργαλιστική λεπτομέρεια - αφήνει τη φαντασία να ίπταται - το βιαστικό, κατά τα φαινόμενα, γκρέμισμα του βόρειου τείχους και το ερώτημα για ποιον θα γκρέμιζαν τείχη. Πόσω μάλλον όταν οι πωρόλιθοι που αφαιρέθηκαν χρησιμοποιήθηκαν, κατά την εκδοχή του αρχιτέκτονα της ανασκαφής, για να φτιαχθεί ο περίβολος του Τύμβου Καστά, ο οποίος «έκλεισε» μέσα του το ηρώο προς τιμήν, κατά την ανασκαφική ομάδα, τουλάχιστον στην πρώτη φάση ενός σημαντικού άνδρα στρατηγού - άλλο αν στην πορεία φαίνεται να εμπλέκεται στο μνημείο μια γυναίκα...

Από τον Τύμβο Καστά - Μάρμαρα σε μουσεία του εξωτερικού

Ύστερα από έρευνα, ο κ. Μιχάλης Λεφαντζής, ειδικός στις ταυτίσεις και στέλεχος στη Διεύθυνση Αναστήλωσης Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, σε συνεργασία με τον αρχαιολόγο και ιστορικό της τέχνης κ. Αντόνιο Κόρσο, υπό την επίβλεψη της αρχαιολόγου κυρίας Κατερίνας Περιστέρη, εντόπισε και ταύτισε 17 αρχιτεκτονικά μέλη και μαρμάρινα γλυπτά από το δίστυλο εν παραστάσι.

Τα περισσότερα βρέθηκαν διάσπαρτα μαζί με μάρμαρα από τον λέοντα και το βάθρο του, νότια του τάφου του Τύμβου της Αμφίπολης, στην ευρύτερη περιοχή του Στρυμόνα αλλά και ως τη λίμνη Κερκίνη. Κάποια είχαν εντοπιστεί από τον αείμνηστο αρχαιολόγο Δημήτρη Λαζαρίδη και βρίσκονται σε ελληνικά μουσεία (Αμφίπολης, Καβάλας). Μάλιστα, πέντε εξ αυτών εντοπίστηκαν στο Λούβρο και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης στην Τουρκία, όπου βρίσκονται εδώ και κοντά δύο αιώνες, ενώ δύο γλυπτά βρέθηκαν στο Μουσείο Γκετί (είχαν πουληθεί από ιδιώτη).

Τα μάρμαρα των αρχαίων κατασκευών που υπήρχαν επάνω στον Τύμβο είχαν διασπαρεί μετά την αποξήλωσή του, η οποία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ανασκαφικής ομάδας, πραγματοποιήθηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και ήταν μια οργανωμένη και συστηματική εργασία-λεηλασία. Ετσι, στο διάβα του χρόνου βρέθηκαν μαρμάρινα τμήματα αρχαιοτήτων από εκεί σε περιοχές γύρω από την Αμφίπολη, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής προέλευση, και πολλά κατέληξαν σε συλλογές του εξωτερικού.

Μαρμάρινα μέλη από το βάθρο του λέοντα είχαν... παράλληλη πορεία με το δίστυλο εν παραστάσι. Σύμφωνα με την ανασκαφική ομάδα, επί του συνόλου των ευρεθέντων 12 μελών της μαρμάρινης ζωφόρου που περιέτρεχε το κατώτερο τμήμα του βάθρου του λέοντα, τα έξι εντοπίστηκαν σε μουσεία του εξωτερικού και ταυτίστηκαν στο μνημείο.

Μάλιστα, οι μελετητές έχουν ανατρέξει στα αρχεία των μουσείων, όπου υπάρχει καταλογογράφηση αναλυτική. Στο Λούβρο είναι όλα πιστοποιημένα, έχουν εγγραφεί το 1880-1890, υπάρχει χρονολόγηση θραυσμάτων, τα περισσότερα έχουν προέλευση την Αμφίπολη και κάποια την περιοχή της Μακεδονίας. Πλήρης καταλογογράφηση υπάρχει και στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι άνευ σημασίας η επισήμανση του κ. Λεφαντζή ότι υποδηλώνονται σημαντικά ιστορικά γεγονότα, συμβολικώς, με βάση τους καταλογογράφους και τις αναφορές αυτών που βρήκαν τα μαρμάρινα τμήματα (έξωθεν μαρτυρία). Βεβαίως αυτά είναι στη φάση της διερεύνησης.

Η μελέτη των αρχιτεκτονικών δεδομένων, η έρευνα, με ταυτίσεις και αποδόσεις, ρίχνει φως στην ανασκαφή που συνεχίζει να εκπλήσσει. Πέρα από τη συμβολή της στην ανασύνθεση της ταυτότητας του Τύμβου της Αμφίπολης, ενδεχομένως να μπορεί, εφόσον προχωρήσει σε βάθος η διερεύνηση, να αποτελέσει, κατά τους ανασκαφείς, το έναυσμα κάποτε για την επιστροφή μαρμάρων της Αμφίπολης στον χώρο που συνανήκουν.



Πηγή
http://www.elnet.ga

Συνελήφθη 67χρονος για αρχαιοκαπηλία


Υπόθεση αρχαιοκαπηλίας ερευνάται από τη Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης

Πραγματοποιήθηκε αστυνομική επιχείρηση στο πλαίσιο της οποίας συνελήφθη ημεδαπός άντρας




Ο δράστης κατείχε παράνομα πλήθος αρχαίων αντικειμένων που απέκρυπτε σε χώρους της οικίας του, της επιχείρησής του και του οχήματός του

Για τον εντοπισμό των αρχαιοτήτων προμηθεύτηκε και χρησιμοποιούσε εξειδικευμένο μηχάνημα τελευταίας τεχνολογίας

Θρησκευτικές εικόνες ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ιερά σκεύη, πλήθος νομισμάτων, κοσμημάτων και αρχαίων αντικειμένων που χρονολογούνται στην αρχαιοελληνική, ρωμαϊκή, βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο , εντόπισαν έπειτα από αιφνιδιαστική επιχείρηση αστυνομικοί του Τμήματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Αρχαιοτήτων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, σε χώρους ιδιοκτησίας ηλικιωμένου ημεδαπού.


Πρόκειται για 67χρονο άντρα , ο οποίος συνελήφθη και σε βάρος του σχηματίσθηκε δικογραφία για παράβαση του Νόμου περί Προστασίας των Αρχαιοτήτων και της εν γένει Πολιτιστικής Κληρονομιάς και παράβαση του Νόμου περί Όπλων.


Όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, ο συλληφθείς κατείχε παράνομα και απέκρυπτε σε χώρους της οικίας του, της επιχείρησής του και του οχήματός του, όλα στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης:


Θρησκευτικές εικόνες ιδιαίτερα μεγάλης αξίας
Ιερά σκεύη
(84) αργυρά και χάλκινα νομίσματα
Πλήθος κοσμημάτων
Πλήθος εγγράφων, βιβλίων και αντικειμένων που εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του Νόμου που αφορά στις αρχαιότητες
Δίκαννο όπλο
(54) φυσίγγια πυροβόλων όπλων διαφόρων τύπων και διαμετρημάτων
Διαβρωμένο περίστροφο
Μηχάνημα ανίχνευσης μετάλλων με τηλεχειριστήριο και φορητή μπαταρία
(4) φορτιστές και (2) τρίποδα
Φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή
Ηλεκτρονικό σημειωματάριο
Αντιασφυξιογόνα μάσκα
Αντικείμενα η προέλευση και χρονολόγηση των οποίων είναι υπό διερεύνηση και
Εξοπλισμό κατάλληλο για εκσκαφή αντικειμένων.
Σημειώνεται ότι, ο 67χρονος, για την ανεύρεση αρχαιοτήτων, χρησιμοποιούσε χάρτες και σημειώσεις που χρονολογούνται σε προγενέστερες περιόδους, ενώ προμηθεύτηκε και χρησιμοποιούσε εξειδικευμένο μηχάνημα τελευταίας τεχνολογίας.

Ο συλληφθείς, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του, θα οδηγηθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα.

Η έρευνα συνεχίζεται για την πλήρη διαλεύκανση του εύρους της δράσης του συλληφθέντα, ενώ εξετάζεται από αρμόδιους Αρχαιολόγους η προέλευση και χρονολόγηση κάποιων εκ των ανευρεθέντων αντικειμένων.




Πηγή:
http://www.elnet.ga/2016/10/67.html

Έδεσσα, Τουρκία


Η Έδεσσα ή Αντιόχεια ήταν αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας. Στη θέση της βρίσκεται η σημερινή Ούρφα της Τουρκίας.

Κατά πιθανότερες μαρτυρίες την Έδεσσα αυτή έκτισε για πρώτη φορά ο Μέγας Αλέξανδρος (πιθανόν το 331 π.Χ.) καθ'οδόν για τα Γαυγάμηλα.



Βρισκόταν πάνω στην παλαιότερη πόλη με το όνομα Ορχόη ή Οσρόη (Πέρσης σατράπης που ονόμασε την γύρω περιοχή Οσροηνή). Κατά τον Αντιοχέα ιστορικό Ιωάννη Μαλάλα, λόγω των καταστροφών της πόλεως από πλημμύρες, ο Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ την επανίδρυσε με το όνομα Αντιόχεια Μιξοβάρβαρο και στην συνέχεια της έδωσε το όνομα Έδεσσα (305/4 π.Χ.).
Η ελληνιστική πόλη ήταν μάλλον έδρα της σατραπείας της Οσροηνής. Στην πόλη κατοικούσαν τόσο Έλληνες άποικοι, όσο και ιθαγενείς. Το πρώτο μάλιστα νόμισμα της ελληνιστικής πόλεως ήταν των χρόνων του Αντιόχου Α΄ του Σωτήρος, το 280 π.Χ.

Αργότερα κατά το 212 π.Χ. όταν ο Σελευκίδης βασιλιάς Αντίοχος Γ΄, εκστρατεύοντας κατά της αποστατημένης Σωφηνής, πέρασε διαμέσου της Έδεσσας, αν κρίνει κανείς από το νόμισμα που έκοψε στην πόλη

Αργότερα ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής, κατά μαρτυρία του Πλινίου, τη μετονόμασε σε «Αντιόχεια Καλλιρρόη» ή κατ' άλλους «Αντιόχεια επί Καλλιρρόη» (165/4 π.Χ.). Τα νομίσματά της επί Αντίοχου Δ' φέρουν την επιγραφή «ΑΝΤΙΟΧΕΩΝ ΤΩΝ ΕΠΙ ΚΑΛΛΙΡΡΟΗ». Το όνομα όμως αυτό δεν διατηρήθηκε για πολύ, καθώς από τα σωζόμενα νομίσματα εξάγεται ότι πολύ γρήγορα (μετά τον Αντίοχο Δ') επανέκτησε το πρότερο όνομα Έδεσσα.

Μετά την αποσύνθεση της Σελευκιδικής αυτοκρατορίας, η Έδεσσα υπήχθη στο αυτόνομο βασίλειο της Οσροηνής (132 π.Χ. -214 μ.Χ.). Το βασίλειο αυτό ιδρύθηκε από αραβικές φυλές (μαζί και οι Ναβαταίοι), καιείχε 28 άρχοντες που μερικές φορές ονόμαζαν τους εαυτούς τους "βασιλείς" στα νομίσματά τους.





Στην αρχή η πόλη ήταν υπό την παρθική επικυριαρχία, ύστερα του Τιγράνη της Αρμενίας και στην συνέχεια από την εποχή του Πομπηίου, υπό τους Ρωμαίους. Με την κατάληψη και λεηλασία της Έδεσσας από τον Τραϊανό, η πόλη έπεσε σε ρωμαϊκά χέρια (116 -118 μ.Χ.). Επειδή όμως η πόλη ήταν φίλα προσκείμενη στους Πάρθους, ο Ρωμαίος συναυτοκράτωρ Λούκιος Βέρος την ξαναλεηλάτησε στα μέσα του ίδιου αιώνα. Από το 212 ως το 214, το βασίλειο της Οσροηνής περιήλθε στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ο αυτοκράτωρ Καρακάλλας δολοφονήθηκε στον δρόμο από την Έδεσσα προς τις Κάρρες από έναν φρουρό του (217 μ.Χ.). Το 260 μ.Χ. έγινε διεξήχθη εκεί κοντά αποφασιστική μάχη, στην οποία οι Σασσανίδες Πέρσες του Σαπώρ Α΄ κατανίκησαν τον ρωμαϊκό στρατό του αυτοκράτορα Βαλεριανού. Ο τελευταίος οδηγήθηκε αιχμάλωτος στο Ιράν μαζί με άλλους Ρωμαίους.

Στα χρόνια του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄, η Έδεσσα ξανακτίστηκε ως Ιουστινόπολις. Αν και οι Σασσανίδες του Χοσρόη Β΄ την κατέλαβαν το 609 μ.Χ., εν τούτοις μετά από αιματηρές μάχες την ανέκτησε ο Ηράκλειος (627/8 μ.Χ.). Κατά την Α' Σταυροφορία, η Έδεσσα έγινε πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας. Η Κομητεία της Έδεσσας ήταν το πρώτο κράτος που ιδρύθηκε από τους Σταυροφόρους, αλλά και το πρώτο που καταλύθηκε, το 1144, πέφτοντας στα χέρια των Τούρκων.

Το σημερινό όνομα της πόλης η οποία ανήκει στην Τουρκία είναι Ούρφα.



Πηγή /Φωτογραφίες/Βιβλιογραφία

A Survey of Ancient Coins του Guberman στο λήμμα Greece/Seleucid; Antiochus I Soter BCE
Harlan J. Berk LTD The art and science of numismatics
Walter Bauer 1971. Orthodoxy and Heresy in Earliest Christianity, 1934, (in English 1971): Chapter 1 "Edessa" (On-line text)
http://www.ancientencyclopedia.ga/
A. von Gutschmid, Untersuchungen über die Geschichte des Königliches Osroëne, in series Mémoires de l'Académie Impériale des Sciences de Saint-Pétersbourg, series 7, vol. 35.1 (St. Petersburg, 1887)
J. B. Segal, Edessa: The Blessed City (Oxford and New York: University Press, 1970)
"Area of regions (including lakes), km²". Regional Statistics Database. Turkish Statistical Institute. 2002. Retrieved 2013-03-05.
"Population of province/district centers and towns/villages by districts - 2012". Address Based Population Registration System (ABPRS) Database. Turkish Statistical Institute. Retrieved 2013-02-27.
"Turkey: Major cities and provinces". citypopulation.de. Retrieved 2015-02-08.
Segal, J. B. (2001) [1970]. "I. The Beginnings". Edessa:'The Blessed City' (2 ed.). Piscataway, New Jersey, United States: Gorgias Press. p. 5. ISBN 0-9713097-1-X. It is certainly surprising that no obvious reference to Orhay has been found so far in the early historical texts dealing with the region, and that, unlike Harran, its name does not occur in cuneiform itineraries. This may be accidental, or Orhay may be alluded to under a different name which has not been identified. Perhaps it was not fortified, and therefore at this time a place of no great military significance. With the Seleucid period, however, we are on firm historical ground. Seleucus I founded—or rather re-founded—a number of cities in the region. Among them, probably in 303 or 302 BC, was Orhay.
Öktem, Kerem (2003). Creating the Turk's Homeland: Modernization, Nationalism and Geography in Southeast Turkey in the late 19th and 20th Centuries (PDF). Harvard: University of Oxford, School of Geography and the Environment, Mansfield Road, Oxford, OX1 3TB, UK. For Armenians, the city has a great symbolic value, as the Armenian alphabet was invented there, thanks to a group of scholars and clergy headed by Mesrop Mashtots in the 5th century
Roberts, J. M. (1996). "II/4. Frontiers and neighbours". The Penguin History of Europe. London: Penguin Books. pp. 162–163. ISBN 978-0-14-026561-3.
"Interview with Harun Bozo". The Library of Rescued Memories. Central Europe Center for Research and Documentation.
Kinross, Lord (1977). The Ottoman Centuries, The Rise and Fall of the Turkish Empire. United States: Harper Perennial. p. 560. ISBN 0-688-08093-6.
Joseph, John (1983). Muslim-Christian Relations and Inter-Christian Rivalries in the Middle East: The Case of the Jacobites in an Age of Transition. United States: State University of New York Press. p. 150. ISBN 0-87395-612-5.
"Kurds in Southeast Anatolia celebrate DTP's boost in votes". Today's Zaman. 2009-03-31. Retrieved 2013-02-07.
From Kâtib el Bağdadî in p.196Urfa'da Pişer Bize de Düşer, Halil & Munise Yetkin Soran, Alfa Yayın, 2009, Istanbul ISBN 978-605-106-065-1
https://en.wikipedia.org
Schulz, Mathias, "Wegweiser ins Paradies," Der Spiegel 2372006, Pp. 158–170.
This entry uses text from the Catholic Encyclopedia, 1909.

Edessa, Turkey


Edessa (Greek Ἔδεσσα) and Ορρα, Orrha in Greek (also Ορροα, Orrhoa) was a city in Upper Mesopotamia, founded on an earlier site by Seleucus I Nicator ca. 302 BC.

It was also known as Antiochia on the Callirhoe from the 2nd century BC. It was the capital of the semi-independent kingdom of Osroene from c. 132 BC and fell under direct Roman rule in ca. 242. It became an important early centre of Syriac Christianity. It fell to the Muslim conquest in 639, was briefly re-taken by Byzantium in 1031, and became the center of the Crusader state of the County of Edessa during 1098–1144. It fell to the Turkic Zengid dynasty in 1144 and was eventually absorbed by the Ottoman Empire in 1517.


Map of Upper Mesopotamia and Syria in the early Christian period, with Edessa in the middle.

The modern name of the city is Şanlıurfa (Syriac: ܐܘܪܗܝ‎ Urhāy, Armenian: Եդեսիա Yedesia or Armenian: Ուռհա Uṙha), in Turkey's Southeast Anatolia Region.

Although the site of Urfa has been inhabited since prehistoric times, the modern city was founded in 304 B.C by Seleucus I Nicator and named after the ancient capital of Macedonia.

In the late 2nd century, as the Seleucid dynasty disintegrated, it became the capital of the Nabataean Abgar dynasty, which was successively a Parthian, Armenian, and Roman client state and eventually a Roman province. Its location on the eastern frontier of the Empire meant it was frequently conquered during periods when the Byzantine central government was weak, and for centuries, it was alternately conquered by Arab, Byzantine, Armenian, Turkish rulers. In 1098, the Crusader Baldwin of Boulogne induced the final Armenian ruler to adopt him and then seized power, establishing the first Crusader State known as the County of Edessa and imposing Latin Christianity on the Greek Orthodox and Armenian Apostolic majority of the population.

Early history
In the second half of the 2nd century BC, as the Seleucid monarchy disintegrated in the wars with Parthia (145–129), Edessa became the capital of the Abgar dynasty, who founded the Kingdom of Osroene (also known in history as Kingdom of Edessa). This kingdom was established by Nabataean or Arab tribes from North Arabia, and lasted nearly four centuries (c. 132 BC to 214), under twenty-eight rulers, who sometimes called themselves "king" on their coinage. Edessa was at first more or less under the protectorate of the Parthians, then of Tigranes of Armenia, Edessa was Armenian Mesopotamia's capital city, then from the time of Pompey under the Romans. Following its capture and sack by Trajan, the Romans even occupied Edessa from 116 to 118, although its sympathies towards the Parthians led to Lucius Verus pillaging the city later in the 2nd century. From 212 to 214 the kingdom was a Roman province.



The emperor Caracalla was assassinated on the road from Edessa to Carrhae by one of his guards in 217. Edessa became one of the frontier cities of the province of Osroene and lay close to the border of Sassanid Persia. The Battle of Edessa took place between the armies of the Roman Empire under the command of Emperor Valerianus and Sassanid forces under Shahanshah Shapur I in 260. The Roman army was defeated and captured in its entirety by the Persian forces, including Valerian himself, an event which had never previously happened.
Archaeological excavations around the historic Balıklı Lake in the southeastern province of Şanlıurfa have unearthed floor mosaics dating back to the Kingdom of Osroene, known by the name of its capital city, Edessa (today’s Şanlıurfa). Works have been continuing in an area of 4.5 hectares for six years. Nearly 80 rock graves from the Roman era have been restored so far and five more floor mosaics were recently discovered in the same area. After the restoration works, the mosaics will be displayed at the museum.

The literary language of the tribes that had founded this kingdom was Aramaic, from which Syriac developed. Traces of Hellenistic culture were soon overwhelmed in Edessa, which employed Syriac legends on coinage, with the exception of the Syriac client king Abgar IX (179–214), and there is a corresponding lack of Greek public inscriptions.


Early Christian centre
The precise date of the introduction of Christianity into Edessa is not known. However, there is no doubt that even before AD 190 Christianity had spread vigorously within Edessa and its surroundings and that shortly after the royal house joined the church. According to a legend first reported by Eusebius in the 4th century, Syriac King Abgar V Ukāmā was converted by Addai, who was one of the seventy-two disciples, sent to him by "Judas, who is also called Thomas". Yet various sources confirm that the Abgar who embraced the Christian faith was Abgar IX. Under him Christianity became the official religion of the kingdom. As for Addai, he was neither one of the seventy-two disciples as the legend asserts, nor was sent by Apostle Thomas, as Eusebius says.[He was succeeded by Aggai, then by Palout (Palut) who was ordained about 200 by Serapion of Antioch. Thence came to us in the 2nd century the famous Peshitta, or Syriac translation of the Old Testament; also Tatian's Diatessaron, which was compiled about 172 and in common use until St. Rabbula, Bishop of Edessa (412–435), forbade its use. Among the illustrious disciples of the School of Edessa Bardesanes (154–222), a schoolfellow of Abgar IX, deserves special mention for his role in creating Christian religious poetry, and whose teaching was continued by his son Harmonius and his disciples.
King Abgar holding the Image of Edessa.

A Christian council was held at Edessa as early as 197. In 201 the city was devastated by a great flood, and the Christian church was destroyed. In 232 the relics of the apostle Thomas were brought from Mylapore, India, on which occasion his Syriac Acts were written. Under Roman domination many martyrs suffered at Edessa: Sts. Scharbîl and Barsamya, under Decius; Sts. Gûrja, Schâmôna, Habib, and others under Diocletian. In the meanwhile Christian priests from Edessa had evangelized Eastern Mesopotamia and Persia, and established the first Churches in the kingdom of the Sassanids. Atillâtiâ, Bishop of Edessa, assisted at the First Council of Nicaea (325). The Peregrinatio Silviae (or Etheriae) gives an account of the many sanctuaries at Edessa about 388.



Age of Islam
Islam had first arrived in Urfa around 638 AD, when the region surrendered to the Rashidun army without resisting, and had become a significant presence under the Ayyubids (see: Saladin Ayubbi), Seljuks. In 1144, the Crusader state fell to the Turkish Abassid general Zengui, who had most of the Christian inhabitants slaughtered together with the Latin archbishop (see Siege of Edessa) and the subsequent Second Crusade failed to recapture the city. Subsequently, Urfa was ruled by Zengids, Ayyubids, Sultanate of Rum, Ilkhanids, Memluks, Akkoyunlu and Safavids before Ottoman conquest in 1516.

Under the Ottomans Urfa was part (Sanjak) of the Aleppo Vilayet. The area became a centre of trade in cotton, leather, and jewellery. There was a small but ancient Jewish community in Urfa, with a population of about 1,000 by the 19th century. Most of the Jews emigrated in 1896, fleeing the Hamidian massacres, and settling mainly in Aleppo, Tiberias and Jerusalem. There were three Christian communities: Syriac, Armenian, and Latin. According to Lord Kinross, 8,000 Armenians were massacred in Urfa in 1895. The last Neo-Aramaic Christians left in 1924 and went to Aleppo (where they settled in a place that was later called Hay al-Suryan "The Syriac Quarter").

First World War and after
In 1914 Urfa was estimated to have 75,000 inhabitants: 45,000 Muslims, 25,000 Armenians and 5,000 Syriac/Assyrian Christians. There was also a Jewish presence in the town.[citation needed] During the First World War, Urfa was a site of the Armenian and Assyrian Genocides, beginning in August 1915. By the end of the war, the entire Christian population had been killed, had fled, or was in hiding.

The British occupation of the city of Urfa started de facto on 7 March 1919 and officially de jure as of 24 March 1919, and lasted until 30 October 1919. French forces took over the next day and lasted until 11 April 1920, when they were defeated by local resistance forces before the formal declaration of the Republic of Turkey on 23 April 1920).

The French retreat from the city of Urfa was conducted under an agreement reached between the occupying forces and the representatives of the local forces, commanded by Captain Ali Saip Bey assigned from Ankara. The withdrawal was meant to take place peacefully, but was disrupted by an ambush on the French units by irregular Turkish and Kurdish Muslim forces at the Şebeke Pass on the way to Syria, leading to 296 casualties among the French, and even more among the ambushers.

Byzantine period

Under Byzantine rule, as metropolis of Osroene, Edessa had eleven suffragan sees. Lequien mentions thirty-five Bishops of Edessa; yet his list is incomplete. The Eastern Orthodox episcopate seems to have disappeared after the 11th century. Of its Jacobite bishops twenty-nine are mentioned by Lequien (II, 1429 sqq.), many others in the Revue de l'Orient chrétien (VI, 195), some in Zeitschrift der deutschen morgenländischen Gesellschaft (1899), 261 sqq. Moreover, Nestorian bishops are said to have resided at Edessa as early as the 6th century.

When Nisibis was ceded to the Persians in 363, Ephrem the Syrian left his native town for Edessa, where he founded the celebrated School of the Persians. This school, largely attended by the Christian youth of Persia, and closely watched by Rabbula, the friend of Cyril of Alexandria, on account of its Nestorian tendencies, reached its highest development under Bishop Ibas, famous through the controversy of the Three Chapters, was temporarily closed in 457, and finally in 489, by command of Emperor Zeno and Bishop Cyrus, when the teachers and students of the School of Edessa repaired to Nisibis and became the founders and chief writers of the Nestorian Church in Persia. Miaphysitism prospered at Edessa, even after the Arab conquest.

Edessa was rebuilt by Emperor Justin (r. 518–527), and called after him Justinopolis. The city was taken in 609 by Sassanid Persia, and soon retaken by Heraclius, but lost to the Muslim army under the Rashidun Caliphate during the Islamic conquest of Levant in 638.

Arab rule
The Armenian chronicler Sebeos, Bishop of the Bagratunis (writing in the 660s), gives the earliest narrative accounts of Islam in any language today.[citation needed] Sebeos writes of a Jewish delegation going to an Arab city (possibly Medina) after the Byzantines conquered Eddesa:

Twelve peoples [representing] all the tribes of the Jews assembled at the city of Edessa. When they saw that the Iranian troops had departed ... Thus Heraclius, emperor of the Byzantines, gave the order to besiege it. ... So they departed, taking the road through the desert to Tachkastan to the sons of Ishmael. [The Jews] called [the Arabs] to their aid and familiarized them with the relationship they had through the books of the [Old] Testament. Although [the Arabs] were convinced of their close relationship, they were unable to get a consensus from their multitude, for they were divided from each other by religion. In that period a certain one of them, a man of the sons of Ishmael named Mahmet, a merchant, became prominent. A sermon about the Way of Truth, supposedly at God's command, was revealed to them... he ordered them all to assemble together and to unite in faith... He said: "God promised that country to Abraham and to his son after him, for eternity. And what had been promised was fulfilled during that time when [God] loved Israel. Now, however, you are the sons of Abraham, and God shall fulfill the promise made to Abraham and his son on you. Only love the God of Abraham, and go and take the country which God gave to your father, Abraham. No one can successfully resist you in war, since God is with you."

Islamic tradition tells of a similar account, known as the Second pledge at al-Aqabah. Sebeos' account suggests that Muhammad was actually leading a joint venture toward Palestine, instead of a Jewish-Arab alliance against the Meccan pagans toward the south.

The Byzantines often tried to retake Edessa, especially under Romanus Lacapenus, who obtained from the inhabitants the "Holy Mandylion", an ancient portrait of Christ, and solemnly transferred it to Constantinople, August 16, 944. This was the final great achievement of Romanus's reign. This venerable and famous image, which was certainly at Edessa in 544, and of which there is an ancient copy in the Vatican Library, was brought to the West by the Venetians in 1207 following the Fourth Crusade. The city was ruled shortly thereafter by Marwanids.

Later medieval history
In 1031 Edessa was given up to the Byzantines under George Maniakes by its Arab governor. It was retaken by the Arabs, and then successively held by the Greeks, the Armenians, the Seljuk Turks (1087), the Crusaders (1099), who established there the County of Edessa and kept the city until 1144, when it was again captured by the Turk Zengi, and most of its inhabitants were allegedly slaughtered together with the Latin archbishop (see Siege of Edessa). These events are known to us chiefly through the Armenian historian Matthew, who had been born at Edessa. In 1144 the city had an Armenian population of 47,000.

Since the 12th century, the city has successively been ruled by the Sultans of Aleppo (Ayyubids), Sultanate of Rum, the Mongols, the Mameluks, the Akkoyunlu, the Safavids, and from 1517 to 1918 by the Ottoman Empire.

In 1890, the population of Edessa consisted of 55,000, of which the Muslim population made up 40,835.

Source/Photography/Bibliography

A Survey of Ancient Coins του Guberman στο λήμμα Greece/Seleucid; Antiochus I Soter BCE
Harlan J. Berk LTD The art and science of numismatics
Walter Bauer 1971. Orthodoxy and Heresy in Earliest Christianity, 1934, (in English 1971): Chapter 1 "Edessa" (On-line text)
http://www.ancienthellas.ga/
A. von Gutschmid, Untersuchungen über die Geschichte des Königliches Osroëne, in series Mémoires de l'Académie Impériale des Sciences de Saint-Pétersbourg, series 7, vol. 35.1 (St. Petersburg, 1887)
J. B. Segal, Edessa: The Blessed City (Oxford and New York: University Press, 1970)
"Area of regions (including lakes), km²". Regional Statistics Database. Turkish Statistical Institute. 2002. Retrieved 2013-03-05.
"Population of province/district centers and towns/villages by districts - 2012". Address Based Population Registration System (ABPRS) Database. Turkish Statistical Institute. Retrieved 2013-02-27.
"Turkey: Major cities and provinces". citypopulation.de. Retrieved 2015-02-08.
Segal, J. B. (2001) [1970]. "I. The Beginnings". Edessa:'The Blessed City' (2 ed.). Piscataway, New Jersey, United States: Gorgias Press. p. 5. ISBN 0-9713097-1-X. It is certainly surprising that no obvious reference to Orhay has been found so far in the early historical texts dealing with the region, and that, unlike Harran, its name does not occur in cuneiform itineraries. This may be accidental, or Orhay may be alluded to under a different name which has not been identified. Perhaps it was not fortified, and therefore at this time a place of no great military significance. With the Seleucid period, however, we are on firm historical ground. Seleucus I founded—or rather re-founded—a number of cities in the region. Among them, probably in 303 or 302 BC, was Orhay.
Öktem, Kerem (2003). Creating the Turk's Homeland: Modernization, Nationalism and Geography in Southeast Turkey in the late 19th and 20th Centuries (PDF). Harvard: University of Oxford, School of Geography and the Environment, Mansfield Road, Oxford, OX1 3TB, UK. For Armenians, the city has a great symbolic value, as the Armenian alphabet was invented there, thanks to a group of scholars and clergy headed by Mesrop Mashtots in the 5th century
Roberts, J. M. (1996). "II/4. Frontiers and neighbours". The Penguin History of Europe. London: Penguin Books. pp. 162–163. ISBN 978-0-14-026561-3.
"Interview with Harun Bozo". The Library of Rescued Memories. Central Europe Center for Research and Documentation.
Kinross, Lord (1977). The Ottoman Centuries, The Rise and Fall of the Turkish Empire. United States: Harper Perennial. p. 560. ISBN 0-688-08093-6.
Joseph, John (1983). Muslim-Christian Relations and Inter-Christian Rivalries in the Middle East: The Case of the Jacobites in an Age of Transition. United States: State University of New York Press. p. 150. ISBN 0-87395-612-5.
"Kurds in Southeast Anatolia celebrate DTP's boost in votes". Today's Zaman. 2009-03-31. Retrieved 2013-02-07.
From Kâtib el Bağdadî in p.196Urfa'da Pişer Bize de Düşer, Halil & Munise Yetkin Soran, Alfa Yayın, 2009, Istanbul ISBN 978-605-106-065-1
https://en.wikipedia.org
Schulz, Mathias, "Wegweiser ins Paradies," Der Spiegel 2372006, Pp. 158–170.
This entry uses text from the Catholic Encyclopedia, 1909.

30.10.16

Cornelis Van Poelenburgh - ‘The Feast of the Olympians’.




Cornelis Van Poelenburgh’s painting ‘The Feast of the Olympians’. This painting complements my posting as it shows the twelve key Greek gods. The fact that there are twelve ‘key’ Greek gods depicts the sheer multitude of gods or god-like beings in the Ancient world. The image also clearly shows Zeus at the head of the table, which introduces us to the work of Detienne and Vernant, who pioneered work on the structuralism approach to the polytheistic nature of Ancient Greek Religion (which can be seen in their work Cunning Intelligence in Greek Culture and Society. Hassocks. 1978) and attributed the success of the pantheon to the structure within it. However, there are some issues with this approach to the pantheon and one of those is the goddess Aphrodite, as she does not sit comfortably in either of the two ‘generations’ of deities. Although Aphrodite is almost an anomaly in the structuralism approach she is still a very typical Greek goddess in the fact that she is split into many different epithets (a topic which will be further explored in my posting on anthropomorphism). The use of epithets gave the deities many different personas and some were even regarded as deities in their own right - this splitting up of the gods increased the number of worshipped beings into the hundreds, showing the truly polytheistic nature of the Ancient Greeks. Rosenzweig’s text Worshipping Aphrodite: Art and Cult in Classical Athens (Michigan: University of Michigan Press. 2004) is a good piece of research into the attributes and epithets of Aphrodite.
Alongside the gods, heroes and heroines were often worshipped by cults after their death, with the likes of Herakles embodying both categories as he became a god after his heroic life. Minor figures important to particular localities were also worshipped, as well as other divine creatures, such as nymphs.

27.10.16

Documenting conceptual artist Ai Weiwei’s first major exhibition in Greece.

Ai Weiwei μέχρι Κυριακή 30 Οκτωβρίου
Ai Weiwei at  Museum of Cycladic Art , LastDays
Friday/Παρασκευή 28 Οκτ /Oct: Μουσείο ανοιχτό/Museum open (10:00-17:00)
Saturday/Σάββατο 29 Οκτ /Oct:: Μουσείο ανοιχτό/Museum open 10.00-17.00
Sunday/Κυριακή 30 Οκτ /Oct:: Μουσείο ανοιχτό/Museum open 11.00-17.00
{ξενάγησεις Σαβ/κο 11.00 & 14.00}
______
on view until 30th October 2016
Friday 28 Oct : Museum will remain open (10:00-17:00)

 Ai Weiwei at Cycladic
από 20/5/2016 έως 30/10/2016

Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης εγκαινιάζει την έκθεση Ai Weiwei at Cycladic, την πρώτη μεγάλη έκθεση του δημοφιλούς καλλιτέχνη και ακτιβιστή στην Ελλάδα, η οποία, μεταξύ άλλων έργων (Divina Proportione, Mask, Cao και Grapes) περιλαμβάνει ένα νέο έργο του, αποκλειστικά εμπνευσμένο από τη συλλογή του μουσείου. Πρόκειται για την πρώτη παρουσίαση έργων του Ai Weiwei σε αρχαιολογικό μουσείο παγκοσμίως, αποτέλεσμα της στενής συνεργασίας μεταξύ του καλλιτέχνη και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

Σκοπός της έκθεσης είναι να μυήσει το κοινό στην καλλιτεχνική προσέγγιση του Ai Weiwei, μέσα από πολλά και σημαντικά έργα του, ενώ έμφαση δίνεται στις δράσεις που ανέπτυξε ο καλλιτέχνης τους τελευταίους μήνες που πέρασε στην Ελλάδα, καταγράφοντας την προσφυγική κρίση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι ορισμένα από τα έργα του Ai Weiwei εκτίθενται ανάμεσα στα φημισμένα αρχαιολογικά εκθέματα της μόνιμης συλλογής του Μουσείου.


Ανταποκρινόμενο στην προσφυγική κρίση, το Μουσείο Κυκλαδκής Τέχνης θα διαθέσει το 10% των συνολικών εσόδων της έκθεσης, απευθείας σε δύο ΜΚΟ: στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα (MSF) και στην ελληνική οργάνωση ΜΕΤΑδραση, που συμβάλλουν σημαντικά στην αντιμετώπιση της κρίσης.

Ένα από τα νέα έργα που δημιουργήθηκαν ειδικά για την έκθεση είναι το Standing Figure (2016), ένα γλυπτό σε φυσικό μέγεθος, εξ ολοκλήρου από μάρμα¬ρο, το οποίο παραπέμπει άμεσα στα ειδώλια τύπου Σπεδού που κυριαρχούσαν κατά την Πρωτοκυκλαδική Περίοδο (2800-2300 π.Χ). Σε μια προσωπική ερμηνεία της Κυκλαδικής Τέχνης, ο Ai Weiwei έχει μεταβάλει την κλίμακα, μετατρέποντας το μικρό κυκλαδικό ειδώλιο σε μια πανύψηλη θεότητα. Με σαφή αναφορά στο προκλητικό φωτογραφικό τρίπτυχο Dropping a Han Dynasty Urn (1995) του ίδιου του Ai, το γλυπτό εμφανίζεται με χέρια εκτεταμένα και ένα αγγείο μετέωρο από κάτω, ως  ένας υπαινιγμός σχετικά με την καταστροφή αρχαίων έργων τέχνης  κατά την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα (1966–1976). Τα  έργα αυτά, εκτεθειμένα μέσα στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, δηλώνουν εμφατικά τον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη τέχνη μπορεί να αναπτύσσει διάλογο με αντικείμενα από το παρελθόν.

δείτε τα έργα ΕΔΩ





ΞΕΝΑΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ
στην έκθεση Ai Weiwei at Cycladic

Αύγουστος

Κάθε Πέμπτη για όλο τον Αύγουστο | ώρα 18.30
στα ελληνικά

Σεπτέμβριος & Οκτώβριος

Κάθε Πέμπτη    18.00
Κάθε Σάββατο 11.00 & 14.00
Κάθε Κυριακή  11.00 & 14.00

Σημείο συνάντησης  Μέγαρο Σταθάτου
Με δελτία προτεραιότητας (αριθμημένα εισιτήρια θα ξεκινούν να δίνονται 1 ώρα πριν από κάθε προγραμματισμένη ξενάγηση).

Είσοδος: 7 € |  Φίλοι ΜΚΤ: είσοδος δωρεάν





LATE NIGHT PARTY
για την έκθεση «Ai Weiwei at Cycladic»

Από τις 21:00 ως τις 24:00, οι επισκέπτες  θα μπορούν να περιηγηθούν στην έκθεση «Ai Weiwei at Cycladic» με μειωμένο εισιτήριο, παρέα με τη μουσική του Radio Pepper 96,6. Στα decks η Claudia Matola και ο Γιάννης Καστανάκης.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου, 21.00-24.00
Γενική είσοδος: 5 ευρώ | Φίλοι ΜΚΤ: είσοδος δωρεάν

Πληροφορίες: Τ. 210 7228321-3

περισσότερα εδώ

ΔΙΑΡΚΕΙΑ
20 Μαΐου - 30 Οκτωβρίου 2016
Είσοδος: 7 € |  Φίλοι ΜΚΤ: είσοδος δωρεάν

ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο: 10.00-17.00 | Πέμπτη: 10.00-20.00
Κυριακή: 11.00-17.00 | Τρίτη: Κλειστό

26.10.16

Ερευνητές εντόπισαν τυχαία 40 αρχαία ναυάγια στη Μαύρη Θάλασσα

Ερευνητές εντόπισαν τυχαία 40 αρχαία ναυάγια στη Μαύρη Θάλασσα Ένας υπερσύγχρονης τεχνολογίας εξοπλισμός έφερε στο φως αρχαία Βυζαντινά, Μεσαιωνικά και Οθωμανικά κουφάρια πλοίων.

Το ερευνητικό πρότζεκτ της Ναυτικής Αρχαιολογίας του Εύξεινου Πόντου δεν έψαχνε για ναυάγια.
Η αποστολή του ήταν να ερευνήσει τη Βουλγαρική ακτή της Μαύρης Θάλασσας για δεδομένα σχετικά με τα επίπεδα της ανόδου της θάλασσας μετά την τελευταία Εποχή των Παγετώνων 20.000 χρόνια πριν.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου, οι θαλάσσιοι αρχαιολόγοι ερευνούν την κοίτη της θάλασσας χρησιμοποιώντας τελευταίας τεχνολογίας τηλεκατευθυνόμενα οχήματα που μπορούν να ανιχνεύσουν επιφάνειες ξηράς κάτω απ’ αυτό που τώρα είναι η Μαύρη Θάλασσα, αλλά στην προϊστορία ήταν ξηρά.
Έχουν επίσης ληφθεί δείγματα του πυρήνα και έχουν ερευνήσει με λέιζερ και “κινηματογραφήσει” τον βυθό, τόσο σε βίντεο όσο και σε υψηλής ανάλυσης 3D. Ένα από τα τηλεκατευθυνόμενα οχήματα του πρότζεκτ έχει μάλιστα καταρρίψει ρεκόρ βάθους 1800 μέτρων και ταχύτητας πάνω από έξι κόμβους, ενώ κατάφερε να επιθεωρήσει πάνω από 1.250 χλμ καταγράφοντας τα πάντα στο πέρασμα του, χρησιμοποιώντας ένα οπλοστάσιο γεωφυσικών οργάνων, κάμερες υψηλής ευκρίνειας και έναν σαρωτή λέιζερ.

Μια ευτυχής αλλά εντελώς απροσχεδίαστη παρενέργεια αυτής της εξαιρετικά διεξοδικής γεωφυσικής επιθεώρησης είναι η ανακάλυψη περισσότερων από 40 ιστορικών ναυαγίων, περιλαμβανομένων αρχαίων Βυζαντινών, Μεσαιωνικών και Οθωμανικών πλοίων. Μερικά από αυτά μπορεί να είναι τα πρώτα στο είδος τους που έχουν βρεθεί πότε και τα οποία παλαιότερα ήταν γνωστά μόνο από γραπτές πηγές. Μια τόσο μεγάλη και ποικίλη ομάδα ναυαγίων από διαφορετικές περιόδους θα προσφέρει στους αρχαιολόγους μια εντελώς νέα κατανόηση του εμπορίου και των ναυτικών συνδέσμων, ανάμεσα στις πόλεις της ακτής της Μαύρης Θάλασσας.
Ο Jon Adams, καθηγητής του Πανεπιστημίου Southampton και κύριος ερευνητής του πρότζεκτ, σχολιάζει: “Τα ναυάγια ήταν κάτι σαν μπόνους, αλλά είναι μια συναρπαστική ανακάλυψη, που έγινε κατά την διάρκεια των εκτεταμένων γεωφυσικών ερευνών μας. Είναι εκπληκτικά συντηρημένα, εξαιτίας της απουσίας οξυγόνου στον Εύξεινο Πόντο κάτω από τα 150 μέτρα. Χρησιμοποιώντας την πιο σύγχρονη καταγραφή και τεχνική 3D για υποβρύχιες κατασκευές, μπορέσαμε να απαθανατίσουμε μερικές εκπληκτικές εικόνες χωρίς να ενοχλήσουμε τον βυθό. Τώρα είμαστε μεταξύ των μεγαλύτερων υπερμάχων αυτής της μεθοδολογίας και σίγουρα κανείς δεν έχει επιτύχει μοντέλα τέτοιας πληρότητας σε ναυάγια σ αυτά τα βάθη”.
Με τα δεδομένα από τα τηλεκατευθυνόμενα οι ερευνητές έχουν δημιουργήσει ψηφιακά μοντέλα 3D χρησιμοποιώντας τη διαδικασία photogrammetry. 
Λογισμικό υπολογίζει τη θέση εκατομμυρίων σημείων που λαμβάνονται σε χιλιάδες φωτογραφίες και κατασκευάζει ένα μοντέλο πάνω στο οποίο μετά τοποθετούνται τα οπτικά σημεία από τις εικόνες για να το κάνουν να μοιάζει αληθινό. Τα 3d μοντέλα των ναυαγίων που προκύπτουν είναι θεαματικά.





Πηγή
http://www.ancientencyclopedia.ga

Explorers accidentally find a graveyard of more than 40 perfectly preserved ancient shipwrecks at the bottom of the Black Sea

More than 40 shipwrecks have been discovered from the Ottoman and Byzantine periods, many of which provide the first views of ship types known from historical sources. Pictured is a shipwreck from the Ottoman period

The Black Sea Maritime Archaeology Project has been scouring the sea bed of the Black Sea
The primary focus is to carry out geophysical surveys, but over 40 shipwrecks have also been found
They are 'astonishingly well preserved' due to the lack of oxygen in the Black Sea's 'dead zone'
The findings provide new information on the communities living on the Black Sea coast

In the depths of the Black Sea lies a landscape of complete darkness, where there is no light and no oxygen.
Archaeologists have long believed this 'dead zone' holds of a perfectly preserved graveyard of shipwrecks.
Now, a mapping expedition has proved them right, after accidentally uncovering more than 40 ancient shipwrecks from the Ottoman and Byzantine periods.  

The expedition has been scouring the waters 5,900ft (1,800 metres) below the surface of the Black Sea using an off-shore vessel equipped with some of the most advanced underwater equipment in the world.
The vessel is on an expedition mapping submerged ancient landscapes which were inundated with water following the last Ice Age.
The project, known Black Sea Maritime Archaeology Project (Black Sea MAP), involves an international team led by the University of Southampton's Centre for Maritime Archaeology.
Professor Jon Adams, principle investigator on the project, said: 'We're endeavouring to answer some hotly-debated questions about when the water level rose, how rapidly it did so and what effects it had on human populations living along this stretch of the Bulgarian coast of the Black Sea. 
'The primary focus of this project is to carry out geophysical surveys to detect former land surfaces buried below the current sea bed, take core samples and characterise and date them, and create a palaeoenvironmental reconstruction of Black Sea prehistory.'


The vessel is based on board the Stril Explorer, and carries some of the most advanced underwater survey systems in the world.
The researchers are using two Remotely Operated Vehicles (ROVs) to survey the sea bed.
One is optimised for high resolution 3D photography, while the other, called Surveyor Interceptor, 'flies' at four times the speed of conventional ROVs and carries an entire suite of geophysical instrumentation, as well as lights, high definition cameras and a laser scanner. 
The researchers used two Remotely Operated Vehicles (ROVs) to survey the sea bed. These have discovered several wrecks, including this one from the Byzantine period (pictured)

The wrecks, such as this one from the Medieval period, are astonishingly well preserved due to the anoxic conditions (absence of oxygen) of the Black Sea below 150 metres


Since the project started, Surveyor Interceptor has set new records for depth at 5,900ft (1,800 metres) and sustained speed  of over six knots (7mph), and has covered 1,250 kilometres (776 miles).
Among the wrecks are ships from the Ottoman and Byzantine Empires, which provide new information on the communities on the Black Sea coast.
Many of the colonial and commercial activities of ancient Greece and Rome, and of the Byzantine Empire, centred on the Black Sea. 
After 1453, when the Ottoman Turks occupied Constantinople (and changed its name to Istanbul), the Black Sea was virtually closed to foreign commerce. 
Nearly 400 years later, in 1856, the Treaty of Paris re-opened the sea to the commerce of all nations. 
Professor Adams said: 'The wrecks are a complete bonus, but a fascinating discovery, found during the course of our extensive geophysical surveys. 
The Remotely Operate Vehicles captured the shipwrecks in stunning detail, including this intricate stern of a ship from the Ottoman period

While the primary focus of the project is to carry out geophysical surveys, shipwrecks, including this one from the Ottoman period, have given new insights into how communities live on the shores of the Black Sea

The exploration vessel is based on board the Stril Explorer, and carries some of the most advanced underwater survey systems in the world

'They are astonishingly preserved due to the anoxic conditions (absence of oxygen) of the Black Sea below 150 metres. 
'Using the latest 3D recording technique for underwater structures, we've been able to capture some astonishing images without disturbing the sea bed.
'We are now among the very best exponents of this practice methodology and certainly no-one has achieved models of this completeness on shipwrecks at these depths.'


SCANNING THE BLACK SEA BED 
The researchers are using two Remotely Operated Vehicles (ROVs) to survey the sea bed.
One is optimised for high resolution 3D photography, while the other, called Surveyor Interceptor, 'flies' at four times the speed of conventional ROVs and carries an entire suite of geophysical instrumentation, as well as lights, high definition cameras and a laser scanner.
Since the project started, Surveyor Interceptor has set new records for depth (1,800 metres) and sustained speed over six knots (seven miles/hour), and has covered 1,250 kilometres (776 miles).
A collection of more than 40 shipwrecks have been discovered and inspected, many of which provide the first views of ship types never seen before.
Among the wrecks are ships from the Ottoman and Byzantine Empires, which provide new information on the communities on the Black Sea coast.
This Remotely Operated Vehicle, called the 'Work Class Supporter', which is optimised for high resolution 3D photography, is designed to capture high resolution 3D photography and video. The researchers are using two Remotely Operated Vehicles (ROVs) to survey the sea bed.

The project has been scanning the bottom of the Black Sea, and has so far covered 1,250 kilometres (776 miles)

Many of the colonial and commercial activities of ancient Greece and Rome, and of the Byzantine Empire, centred on the Black Sea




Source
http://www.ancientencyclopedia.ga

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΙΑΜΑΤΙΚΩΝ ΛΟΥΤΡΩΝ ΚΑΙ Η ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥΣ ΣΕ SPA

Τα νερά των φυσικών ή ιαματικών πηγών είναι νερά, που πηγάζουν μέσα από πετρώματα και βράχους που βγαίνουν από τα έγκατα της γης. Είναι εμπλ...